Κρύφτηκα καλά
τόσο καλά που και εγώ
με έχασα!
Κρύφτηκα καλά
τόσο καλά που και εγώ
με έχασα!
πιστός χτίστης της ζωής που μου δόθηκε.
Τη ζήτησα; Όχι.
Κανείς
Καμία
Ποτέ
Καθόλου
Το πέπλο της ανησυχίας σε αγκάλιασε σφικτά.
Αρχίνισα και εγώ να λύνω το δεσμό
μια κάποιας λύσης που δεν ήβρα
μόν΄ το καημό συμμάζεψα.
Tράβα καλέ να βγω απ’ εδώ.
Το άκουσα και εγώ ,
την μαύρη κατάπικρη ζωή
να λέω πως υπομένω.

Χοροπηδώ σαν παιδί, από βότσαλο σε βότσαλο. Κρυφοκοιτάζω, με τον ήλιο να σημαδεύει τα μάτια μου. Κι εγώ από πείσμα τα κρατώ ανοιχτά κι ας πονάνε. Πόνος ηδονικός που κυλάει παντού και με πλημμυρίζει αργά, ίσα να μην πνιγώ. Σιωπώ, σπανίζουν οι φορές, ναι. Μα τις έχω ανάγκη, μονολογώ, κι είδες δεν άντεξα, σου μιλώ. Οργιάζει το μέσα μου, φωνάζει και μου τρυπάει τα αυτιά. Γιατί να θέλω να σκίσω τη σάρκα μου, να την πονέσω, χαρακιές περίτεχνες να της προσφέρω; Ανακούφιση βρίσκω στην εικόνα που ζωγραφίζουν οι σκέψεις μου, μονάχα εκεί.![]()
Γεμίζει η καρδιά σου
και δάκρυα γύρω από τα μάτια
Πότε ξανάγινε θα λες;
Θα αναρωτιέσαι ποια συντροφιά σε φίλεψε.
Διόλου δε θα θυμηθείς.
Και εκεί αβάσταχτος ο πόνος της ανυπαρξίας,
δε θα σου χαριστεί.
Θα προσπαθεις ν’ αποκαλύψεις μέσα από μια θύμηση,
σε μια σκέψη υπνωτισμένος,
ζωντανός – νεκρός
εκεί που η χαβούζα της αιωνιότητας
θα σου ψιθυρίζει κάτι από το παρελθόν.
Κατηγόρησε με όσο θέλεις που ξεχνώ. Αντιτάχτηκα γιατί ήθελα να ζω από την αρχή, πρωτόγνωρα.
Το παίζω εκ του ασφαλούς γιατί τίποτα ίδιο δε θα ξαναρθεί.
Πρώτα να ζεις,
μην σκέφτεσαι,
θα έχεις χρόνο πολύ.
Το πιο σωστό έμοιαζε λίγο πολύ με κάποιο λάθος.
Το πιο ζωντανό όμως το έζησα με το σώμα.
Το μυαλό το άφησα εκτός…
ήταν το εμπόδιο που δεν μου επέτρεπε να το χαρώ.

Καθρέφτη μου, σ’ εσένα μιλάω, εσένα έχω μπροστά μου, άλλο κανένα. Οι άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν. Χάθηκαν απ’ τη ζωή ή χάθηκε το νόημα που έβρισκαν σε μένα; Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα πρόσωπο νεανικό προσπαθώ να θυμηθώ, ωραίο ποτέ, όμως πάντα εκφραστικό της στιγμής και μόνο. Σ’ αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το σώμα που μου είχε απομείνει –ανάπηρο απ’ την αρχή–, ήθελα να το εκμεταλλευτώ, να το χαρώ, ν’ αφεθώ στον αέρα, στη θάλασσα, στον αμερόληπτο έρωτα. Τις φιλενάδες μου με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο, δεν ζήλεψα ποτέ, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που μου ανήκε. Και τώρα ήρθε της εξομολόγησης η ώρα. Μικρέ μου καθρέφτη, που τελευταία σ’ έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω: Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα. Αλλά τώρα, να, βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση. Μέσα μου βαθιά, βέβαια, ξέρω ότι ο εχθρός μου δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος. Ο χρόνος όμως παραμένει πάντα ασύλληπτος αφού τα αμαρτήματά του όλο αναβάλλονται κι αυτός διαφεντεύει ακόμη τη ζωή μου. Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού. Σ’ ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ’ αφήνεις να σε μισώ.
Μην με εμπιστευτείς,
ό,τι θέλησα δικό μου να κάνω,
τότε το θυσιάζω.
Χάνεις τον χρόνο σου..
Είμαι παρωδική ακόμη και για εμένα.
Καλωσόρισες ξένε στα λημέρια μου.
Με δυο λόγια γνώριμα που δε ξεστόμισα, μια ιστορία θα σου πω.
Τυχαία βρέθηκα εδώ.
Προσπαθούσα να διασχίσω μια στενή βρεγμένη σανίδα κρατώντας την ισορροπία μου, χωρίς να πρέπει να κοιτάξω το κενό ενός στεγνού πηγαδιού.
Προσπαθούσα να θυμηθώ πως θα γυρίσω πίσω, πως θα σταματήσω να με παρατηρώ «απ’ έξω».
Ήμουν ξεκάθαρα ανεπαρκής. Δεν ήμουν λίγος.
Γι αυτό διαρκώς μου χρέωνα πως έμενα εδώ,
εδώ που τα μάτια στάζουν πεθυμιά,
που άθελα μου όρισα το φευγιό.
Εδώ φίλε μου … που γίναμε ξένοι.

Μ' αμφισβητώ κι είναι αυτό φυσικό του μυαλού. Οι σκέψεις να γυρίζουν στρόβιλος γύρω από τον άξονα το δαιμονικό. Γιατί δεν βρίσκω το ιερό του Θεανθρώπου σημείο μέσα μου πουθενά.
Ήρθες.
Το ξέρω. Έκανα πως δε σε βλέπω.
Επιζητούσες λίγη σημασία.
Επέμενες να σε κοιτάξω.
Σε είδα….. να φεύγεις.
και έτρεξε ξοπίσω σου η Ζωή, να σε κυνηγήσει,τάχα να σε φέρει πίσω…
[…] και έτσι μόνη με αφήσατε,
να κοιτάζω το κενό.
