Δεν μπορώ να ακούω,
δεν θέλω να βλέπω άλλα
πνιγμένα ανθρώπινα κορμιά.
Πώς έγινα εγώ έτσι;
Να βλέπω χέρια απλωμένα
και το χέρι μου να μην τεντώνεται;
Να κρατώ στις παλάμες μου ένα χέρι
κι αυτό να ξεγλιστρά σαν χέλι
και να χάνεται κάτω από τα κύματα;
Τι άνθρωπος είμαι εγώ που δεν σώζω κανέναν;
Ποια αλληλεγγύη γεμίζει φέρετρα;
Σοφία Κιόρογλου
To ποίημα μου «Αλληλεγγύη» διακρίθηκε από την κριτική επιτροπή στην ‘Α ΦΑΣΗ του Ποιητικού Διαγωνισμού BONSAISTORIES και συνεχίζει την πορεία του για την τελική ευθεία. Το Writink Page είναι πάντα κοντά μου και στηρίζει κάθε μου προσπάθεια. Γι’ αυτό το λόγο, θεωρώ σημαντικό να μοιραστώ την δουλειά μου με φίλους που με αγαπούν και είναι πάντα δίπλα μου. Οι αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν αξιόλογα ποιήματα ενώ τα σχόλια των αναγνωστών θα αναδείξουν το καλύτερο μέσα σε διάστημα 10 ημερών. Για να αναρτήσετε το θετικό σχόλιο σας για την » Αλληλεγγύη» πατήστε τον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.bonsaistories.gr/%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CF%85%CE%B7/
Αυτή τη φορά μεταφέρουμε αυτούσια τα λόγια της Σοφίας Κιόρογλου που μας τιμά με την επιλογή της και μας αγκαλιάζει με την αγάπη της φιλίας της. Σ’ ευχαριστούμε πολύ Σοφία.
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
E & M Writinks
Είναι η ζωή μας μια μικρή Οδύσσεια; Είναι το μυαλό μας ή η στάση ζωής μας που μας οδηγούν εκεί; Όταν το εκεί, είναι το παντού των άλλων σε συνδυασμό με το δικό μας. Συνδυάζονται άραγε αυτά; Βρίσκουν τα χνώτα τους ταίριασμα; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, καλύτερα να μην βιαστούμε ν’ απαντήσουμε.
Η «Οδύσσεια» της Θεονίκης μιλά για την ειλικρίνεια και όχι μόνο.
Σ’ευχαριστούμε!
E & M Writinks
Εκεί κοντά στα ελαιοτριβεία
στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών
Σαν κάποτε Ιούδας σε φίλησα.
Τι κι αν έκλαψα;
Η συγνώμη δύσκολο πράμα.
- Το ποίημα της Σοφίας Κιόρογλου είναι εμπνευσμένο από την Ιερουσαλήμ
Συγκίνηση,
για την εμπιστοσύνη που μας δείχνετε
Υπερηφάνεια,
για τη δύναμη και την ποιότητα του χαρακτήρα όλων εσάς που έχουμε μαζί μας
Ευχαριστούμε ακόμη μία φορά τη Θεονίκη για το νέο κείμενο που μας έστειλε με τίτλο:
«Για τις φορές που με χτυπούσες»
Την ευχαριστούμε γιατί η τολμηρή της πένα έγραψε ένα κείμενο μανιφέστο για όλες τις γυναίκες. Ένα κείμενο που χαρίζει Οξυγόνο σε όσες έχουν ξεχάσει πως ν’ αναπνέουν ελεύθερα.

E & M Writinks
Φτάνω στην πλατεία. Βικτώριας ή Βικτωρίας ; σκέφτομαι. Τακ- τακ τα τακούνια μου ή μήπως είναι οι καρδιές των παιδιών; Τα νιώθω γύρω μου. Κοιτάζω κάτω. Πλατεία Βικτώριας ή Βικτωρίας; Βάζω συχνά στον εαυτό μου ανόητα διλήμματα , όταν την πραγματικότητα να κοιτάξω δεν μπορώ. Πλατεία Βικτώριας ή Βικτωρίας; Βουίζει το βήτα σαν μελίσσι. Κοιτάζω γύρω μου. Δεν είναι μέλισσες. Είναι γερμένοι άνθρωποι. Στα παγκάκια. Στο χώμα. Στα σκαλιά. Στο φόβο τους.
Δεν είναι μέλισσες αυτό το βουητό. Είναι παιδιά με μελιά μάτια. Με μαύρα μαλλιά. Με τρύπιες τσέπες. Με γυμνά πόδια. Με την αθωότητα τους να μπαινοβγαίνει από μια τρύπια κουβέρτα. Με τη ζωή τους σε μια τσάντα. Σε δυό σταγόνες νερό. Αραδιασμένα στην πλατεία σαν αναπάντητα ερωτηματικά. Άλλα να κάθονται σαν να περιμένουν κάποιον ή κάτι άλλα να παίζουν- είναι απίστευτο πως βρίσκουν τρόπο να παίζουν τα παιδιά κάτω από όλες τις συνθήκες ακόμα και της προσφυγιάς – κι’ άλλα σφιχτά να τα ‘χει στην αγκαλιά η μάνα τους σαν Παναγία που θέλει να τα γλυτώσει από τη Σταύρωση. Ντράπηκα που δεν είχα ένα θαύμα να τους δώσω, μια πατρίδα να επιστρέψουν, λίγη ειρήνη, έστω ένα γάλα. Έσκυψα πάλι το κεφάλι κι αρχίνησα να σκέφτομαι το ανόητο μου δίλημμα ξανά. Πλατεία Βικτώριας ή Βικτωρίας; Σκέφτομαι ανόητα όταν λυπάμαι σχεδόν παλιμπαιδίζω, έτσι νιώθω πως κάνω μπου! στο άδικο κι’ αυτό φοβάται και φεύγει για λίγο.
Φτάνω στη σκάλα για το τραίνο. Σε λίγο θα είμαι αλλού. Θα πίνω καφέ και θα αμπελοφιλοσοφώ. Ίσως το κρύο του απογεύματος με ενοχλήσει και αρχίσω να γκρινιάζω. Μπορεί να πω στη φίλη μου «Τι κρίμα. Πέρασα από την πλατεία. Αλήθεια για πες εσύ που είσαι φιλόλογος Βικτώριας είναι το σωστό ή Βικτωρίας; Κρίμα οι άνθρωποι. Τι κρίμα.. Και τα παιδιά! Πολύ λυπήθηκα. Πολύ λυπήθηκα» θα πω κι ύστερα θα κουμπώσω τη ζακέτα μου ως απάνω ,να μην κρυώνω και θα τα κλείσω απ’ έξω όλα τα κακά. Θα πιώ δυό γουλιές καφέ. Οι άνθρωποι στην πλατεία θα είναι ανάμνηση.
Η ζωή λένε είναι δρόμος. Μόνο που δεν έχει για όλους προορισμό. Δεν έχει…
Είμαι στην πλατεία.
Βικτώριας ή Βικτωρίας;
Καθηλωμένη, στο πρώτο σκαλοπάτι που κατεβαίνει στο τραίνο.
Καθηλωμένη, σαν να με έχουν εγκλωβισμένη όλα τα συρματοπλέγματα, όλων των κλειστών συνόρων.
Νιώθω πως καταπίνω χώμα.
Πως μασώ πέτρες.
Πως καίγονται τα μάτια μου από φωτιά.
Και τότε το αισθάνομαι.
Σαν αεράκι δροσερό.
Κι’ ύστερα σηκώνω το βλέμμα μου.
Ένα κοριτσάκι στέκεται απέναντί μου.
Το κοιτάζω επίμονα.
Όπως έναν πίνακα ,ένα δέντρο ,ένα πληγωμένο πουλί.
Όπως κοιτάζεις, όταν νιώθεις ανήμπορος να κάνεις κάτι.
Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτό το βλέμμα, ,αυτή η σιωπή.
Ξάφνου κουνάει το χεράκι του. Σαν του πουλιού φτερούγα.
Με χαιρετά με θέρμη.
Χαμογελά.
Χαμογελά, με όλους τους ήλιους που είδα στη ζωή μου.
Πρωινά και ηλιοβασιλέματα.
Χαμογελά με όλο το φως.
Το χαιρετώ κι εγώ ταυτόχρονα.
Χαμογελώ με όλα τα παιδικά μου πρωινά.
Χαμογελώ στο φως.
Κι’ ανοιγοκλείνω τα μάτια μου σαν να του στέλνω σήματα μορς. Oι λέξεις μου είναι κωδικοί στις κόρες των ματιών μου, στα βλέφαρά μου και το παιδί μια καθαρή λίμνη που με καθρεφτίζει.
Μου τα γυρίζει με τα μάτια του τα σήματα.
Μου αντιγυρίζει τη χαρά του. Μπλέκεται με τη λύπη μου. Κουβάρι γίνονται. Κι’ ύστερα ξεμπλέκονται όλα μέσα μου ξαφνικά, νιώθω πως γίνομαι εκείνο το παιδί, το κοιτάζω και είμαι εγώ, χαμογελώ πλατιά στον εαυτό μου. Μου αντιχαμογελά.
Ανεμίζουν τα χέρια μας.
Και είμαστε σαν δυό φτερούγες του ίδιου πουλιού.
Που είναι το σώμα μας;
Ποιος μας έχει χωρίσει;
Πέντε βήματα απόσταση.
Δυό κόσμοι.
Κατέβηκα με του παιδιού το βλέμμα μες στην τσέπη.
Με ένα συρματόπλεγμα να μου γδέρνει το μέσα.
Κι όμως ταυτόχρονα, παράδοξο, κάτι γλυκό κυλούσε μέσα μου ,σαν να ‘χα μέλι μες στις φλέβες αντί για αίμα. Μέλι σαν τα μελιά του μάτια.
Το τραίνο είδα στις ειδοποιήσεις θα αργούσε.
Μα δεν μ’ ένοιαζε.
Εγώ είχα κάπου να πάω…
Πλατεία Βικτώριας ή Βικτωρίας;
Πλατεία του παιδιού που ελπίζει.
Έτσι θα την λέω.
Και ο τόνος ο σωστός χτυπά στο στήθος μου.
Στην καρδιά μου.
«Ο Τόνος», της Μαρίας Λεμεσού
Κάποτε πίστευα πως τους ανθρώπους τους καταλαβαίνεις μόνο από τα μάτια.
Έκανα λάθος. Έπρεπε να το ζήσω βλέπεις, για να το μάθω. Τους ανθρώπους από ότι φάνηκε τους καταλαβαίνεις και από τα χέρια. Υπάρχουν χέρια που το μόνο που έχουν μάθει είναι να ζητάνε, να ζητάνε συνεχώς όλο και περισσότερα, ν’ αρπάζουν και να χαρακώνουν. Όταν δε καταφέρουν να σε πληγώσουν, υπενθυμίζουν στον εαυτό τους να περνάνε μια γρατζουνιά πάνω από την πληγή για να μείνει σημάδι ή να ρίχνουν μια χούφτα αλάτι για να μην κλείσει.
Τα φανερά σημάδια ανιχνεύονται στο σώμα ενώ τα καλά κρυμμένα στην ψυχή.Τα πρώτα μπορεί κάποια μέρα να φύγουν,να σβηστούν, ενώ τα δεύτερα μένουν ανεξίτηλα για μια ζωή. Πορεύεσαι στο δρόμο σου είτε μονάχος είτε με συντροφιά, πείθοντας τον εαυτό σου πως αυτό αξίζεις. Είναι κρίμα όμως φίλε μου. Μεγάλο κρίμα. Δεν το αξίζει τέτοιο βάρος η ψυχούλα σου. Είμαι σίγουρη πως δεν το αξίζεις, χωρίς καν να σε ξέρω.
Αξίζεις ρε φιλαράκι τα άλλα χέρια. Πριν όμως με αποκαλέσεις ψεύτρα ή φαντασιόπληκτη πως τάχα τα βγάζω από το μυαλό μου και σου αραδιάζω παραμύθια, σε διαβεβαιώνω πως όντως υπάρχουν. Θα τα έχεις συναντήσει. Δεν μπορεί να μην τα έχεις συναντήσει. Μιλάω για τα χέρια εκείνα που σε ζεσταίνουν το βαρύ χειμώνα καλύτερα και από παλτό. Σου παίρνουν τη θλίψη από μέσα σου καθώς σκουπίζουν το δάκρυ από το πρόσωπό σου. Είναι εκεί κάθε ώρα και στιγμή για να σε σηκώσουν και να σε βγάλουν από το σκοτάδι που έχεις χαθεί. Χάδια γεμάτα αγάπη και στοργή μονάχα μπορούν να σου χαρίσουν. Γι΄ αυτό έχουν φτιαχτεί και δεν μπορούν να ξεφύγουν από την μοίρα τους. Φρόντισε αυτά τα χέρια να επιτρέπεις στον εαυτό σου να σε αγγίζουν. Αυτά τα χέρια να προσπαθήσεις να γίνεις.
«Τους ανθρώπους δεν τους καταλαβαίνεις μόνο από τα μάτια…» Θεονίκη