«Μη ξεχνάς πως σε κοιτώ
πως σε αγγίζω
πως σε φιλώ
πως σου θυμώνω
Μη ξεχνάς πως σε προσμένω
Πως ….όλα
Εύχομαι να μη ξεχάσεις…»
«Ξεχνιέται ο Ήλιος; Τα Αστέρια; Το Φεγγάρι;»
«Αν αυτά βλέπεις μαζί μου…
τότε ξέρεις πως σου έδωσα απλόχερα τον Ουρανό»
«Μη ξεχνάς πως σε κοιτώ
πως σε αγγίζω
πως σε φιλώ
πως σου θυμώνω
Μη ξεχνάς πως σε προσμένω
Πως ….όλα
Εύχομαι να μη ξεχάσεις…»
«Ξεχνιέται ο Ήλιος; Τα Αστέρια; Το Φεγγάρι;»
«Αν αυτά βλέπεις μαζί μου…
τότε ξέρεις πως σου έδωσα απλόχερα τον Ουρανό»
Κάθε βράδυ είχα την σκέψη πως κάτι δικό σου θα αγόραζα..
Μερικά παθιασμένα φιλιά;
έμαθα πως δεν πωλούνται..
Μερικές φλογερές αγκαλιές;
Το ίδιο κι αυτά..
Μοναχά τα βλέμματα ήταν σε αφθονία και ..
και αυτά πως επέτρεπαν στα βλέφαρα να κλείνουν;
να θωράκιζουν τον έρωτα μας;
Για κάθε νυχτα που περνούσε,
για καθε σκοτεινή ημέρα που έμοιαζε με Κυριακή.
Οι απόλυτα ελευθερες μας τάσεις,
οι άκρως δέσμιες ζωές μας.
Εσύ;
Εγώ;
Κανείς μας
Κι όμως δεν έπαψα να πιστεύω πως θα τα αγόραζα Όλα!!!
Μοναχά με σένα , είχα ενα γεμάτο κομπόδεμα Δανεικής Χαράς
«Ένα κείμενο που γράφτηκε μέσα στον πλούτο της έλλειψης και της απουσίας»

Έχω τη θεωρία ότι δε θυμόμαστε τα πράγματα όπως συνέβησαν,
τη στιγμή που συνέβησαν.
Δε θυμόμαστε το ίδιο το συμβάν.
Μόνο η αίσθηση μένει,
αυτή που προσπαθώ διαρκώς να θυμηθώ για όποιο συναίσθημα δεν κατάφερα να ξαναζήσω.
Οι κρυφές σου σκέψεις αποτυπώθηκαν πάνω σ’ ένα χαρτί.
Έκανες τόσο ωραία γράμματα.
Με ένα μελάνι, λευκό
μου δίδαξες πως ο πόνος δεν έχει πάντα μαύρο χρώμα.
Βήματα στην άσφαλτο άφησα
όπως ο λίβας καίει τα κορμιά.
Σκαρφάλωσα στις απάτητες σου κορυφές
μου μοίρασες εικόνες τις πιο ταξιδευτές.
Στην Άμμο τη Ψιλή και το Γερολυμιώνα
μου χάρισες θαλασσινή σταγόνα.
Αλησμόνητη φιγούρα στο χωριό η κυρά Μαργαρώ
και στην Χαρά τα πρωινά δεν είχαν χορτασμό.
Όσο για σένα, αστερωτέ μου ύπνε στο Τσιγκούρι
νηνεμία έφερες σε τούτο το αχούρι.
Στο φευγιό μου τώρα ηχεί η ντοπιολαλιά
«Γειτονία μας εμάς είναι η Ηρακλειά»

Σέ έκανα σκιά μου
για να σε έχω συντροφιά.
Επάνω στους κόκκους ήρθες και στάθηκες
καλοσχηματισμένη κόρη.
Γίναμε για λίγο ένα
μέχρι ο Ρους να μας ξεβράσει..

Με δελεάζει η αλμυρή μειλίχια σταγόνα της
με τρομάζει όταν αλλάζει πρόσωπα,
με γοητεύει σαν τη βλέπω μπαΐλτισμένη
και σου το ομολόγησα πως την αναζητώ κάθε δεύτερη μέρα της κρυφής ζωής μου.
Να με παρασύρει, να παραδοθώ στην ορμή της και στον ανεξερεύνητο κόσμο που σαλπάρω κάθε πρώτη μέρα.
Εκεί που γεννιέται η κρυφή ζωή μου.
Να σε αγκαλιάσω σφιχτά για όλα αυτά που πήρες μακρυά, θαλασσινή μου ορδή.
Κέντησα μια συρροή από στριγκούς ήχους επάνω στο βιολί
απλώς,
πιέσα τις χορδές επάνω στη ράχη του
έσυρα το δοξάρι στην απαλότητα τους
και τότε εμφανίστηκες εσύ.

Η ετεροχρονισμένη σκέψη θέλησε να ζήσει οτι δεν άντεξε στο χθες. Σαν μια μοιραία μελωδία!
Οι μνήμες μου θυμίζουν ροδοπέταλα
πετούν πάνω από ένα χώμα νωπό
αφήνοντας με γυμνή
μονάχα με το αίσθημα.
Ο ήχος όταν έκλεινες τα μάτια σου.
Η μυρωδιά όταν γεύτηκα το άγγιγμα σου.
Με καμία αίσθηση δεν θα τ’ αλλάζα.
Πήρα τόση δύναμη για μια ζωή που σταμάτησε στο επόμενο λεπτό.

Hydra 2014 – exhibition «YES» -Urs Fischer by Deste Foundation