Έγινα μήτρα,
Σε γέννησα κόρη.
Σ’ αγάπησα αδελφή μου.
Λατρεία έρωτα σου φύλαξα
Μ’ αγκάλιασες σαν Μάνα.
Κι έγινε η μέρα που όνομα μου ζήτησες:
Ζωή, ψιθύρισα στην κολυμπήθρα σαν βουτήχτηκες.

Ατίθασο άτι η σκέψη
καλπάζει στη γη σου.
Κουρσεύει την κοιλάδα,
Τους λευκούς λόφους, τα ξέχειλα ποτάμια.
Πίνει νερό στις λίμνες
Και ξαποστένει στο φως που εκπέμπουν οι δυό σου ήλιοι.
-Λες είμαι της στιγμής. Με αδικείς.
-Έτσι σ’ ονομάζω.
-Με λοιδωρείς!
-Ανάμεσα στα όχι μου, τα ίσως και τα ναι
Είσαι μέσα μου, σ’ ακούω, τ’ αυτιά μου καις.
-Είμαι εδώ, Παρών! Υποκλίνομαι, ο άγνωστος εαυτός.
Κι αν βρυχάμαι, μην φοβηθείς.
Τ’ αυτιά μην καλύπτεις, άσε τα μάτια ανοιχτά
Την πόρτα μην κοιτάς, κράτα την κλειστή.
Τρέχεις; Δεν θα πας μακριά.
Κοίτα με, έλα κράτα με, για μια ζωή θα περπατάμε αγκαλιά.
Κατηφόρισα στις απάτητες αρτηρίες του μυαλού σου.
Έτσι μου είπες.
Έβρεξα τα χείλη σου που είχες μάθει να είναι αδιάβροχα.
Έτσι είπες.
Σε Άγγιξα,
Έκαψα τα χείλη μου στην καρδιά σου
κι ήταν εκεί που άνθισε
μια κόκκινη παπαρούνα.
Εγκλωβισμένος στα τείχη του πουθενά,
με το αύριο θήραμα του σήμερα,
ο όρθρος σήκωσε τη μέρα και
σταύρωσε το φως που μόλις χάραζε,
από τη σκασμένη μήτρα της νύχτας.
Δεν είναι εκείνη η άγνωστη μαύρη τρύπα που ζωγραφίζαμε παιδιά
σ’ ένα κομμάτι λευκό χαρτί.
Το Χάος έχει κεφάλι, δυο πόδια, δυο χέρια, δυο μάτια, δυο αυτιά.
Χάος είμαι εγώ, είσαι κι εσύ.
Ένας μαύρος μικρόκοσμος που δεν γνωρίζει γκρι,
όμως σφιχταγκαλιασμένο με το κόκκινο σίγουρα το έχεις δει.
«Το Χάος αγάπησε το αίμα για το χρώμα του», δήλωσε κάποια στιγμή
Ξέχασες όμως σκέφτηκα, τα υπόλοιπα κόκκινα του κόσμου αυτού, να, σαν εκείνο του δειλινού
Δεν είχε απάντηση να δώσει δεν ήθελε να ψάξει και πολύ.
Κοίταξε το χώμα με δύο ματωμένα πέπλα και βυθίστηκε εκεί από όπου είχε γεννηθεί.
Περίπατο θα πάμε, είπες
κι ακολούθησα.
Το μονοπάτι γεμάτο φύλλα έτριζε στο κάθε βήμα.
Βούτηξα σε μια θάλασσα γυαλιστερό σκοτάδι.
Θα το τολμήσω, είπα,
αφού με κρατάς απ’ το χέρι.
Σταυροδρόμι ανοίχτηκε μπροστά.
Κλείσε τα μάτια, είπες.
Κι ήταν ο ήχος της πρωτόπλαστης φωνής σου
που έκανε το βήμα μου να τρέμει.
Έλα,
μια εκδρομή πάμε οι δυό μας βαθιά,
στης ψυχής τ’ άγνωστα μέρη.
Δεν ξέρω γιατί ζούμε πια. Μπορείς Εσύ να μου πεις;
Για να δικαιολογήσουμε το πέρασμά μας
από την ανυπαρξία στην ύλη;
Για να δικαιολογήσεις τη Δημιουργία Σου;
Γιατί μας αφήνεις να γεννηθούμε, γιατί μας αφήνεις να ζούμε;
Κι αυτοί που φεύγουν;
Γιατί, πως τους επιλέγεις μέσα στην απέραντη σοφία που Σου αποδίδουν;
Έχεις καρδιά; Έχεις ψυχή;
Πως σκοτώνεις νέους κι αθώους, βασανίζεις μικρούς κι ανήμπορους στον κόσμο που Εσύ έπλασες; Πως σκοτώνεις τα παιδιά Σου;
Ποια η Δικαιοσύνη Σου;
Αν έγραφα ένα Κατηγορώ, θα ήτανε για Σένα
αφού Εσύ μου κληροδότησες το δικό Σου.
Κατηγορώ Σου δεν είναι να μου μετράς τα χρόνια;
Καταδίκη δεν είναι να μετράω τις ώρες της μέρας, τα λεπτά της ζωής που λες πως μου χάρισες;
Μας αγαπάς; Πως;
Με τιμωρίες που ανανεώνεις στην Αιωνιότητα της Ύπαρξής σου;
Δεν χόρτασες;
Χόρτασε πια να μας δείξεις πως είναι. Ίσως τότε μάθουμε να πάψουμε να είμαστε άπληστοι κι εμείς.
Δείξε μας το δρόμο, από που να κόψουμε μονοπάτι για να γλυτώσουμε τον πέλεκά Σου;
Αν μας αγαπάς, γιατί μας κρατάς κρυφά όλα εκείνα που μπορούν να μας σώσουν;
Γιατί δεν μας μιλάς καθαρά κι ανοιχτά;
Γιατί μας βάζεις μπροστά σε διλήμματα που άλλοτε πλανεύουν κι άλλοτε τρελαίνουν το μυαλό;
Γιατί γεμίζεις τα σταυροδρόμια με τις ανόητες κι άβουλες υπάρξεις μας και μας αφήνεις να κοιτάμε υπνωτισμένοι κι ανίκανοι για μια επιλογή;
Γιατί;
Γιατί δεν απαντάς στα Γιατί που σου κραυγάζουμε στ’ αυτί;
Ξεθώριασες
Ενώ σημαία σ΄είχα ν΄ ανεμίζεις κάτω από το φως το δυνατό του ήλιου
Έσβησες
Λες και δεν άντεξες τη δύναμη του ανέμου σαν χτύπησε το πρώτο φύλλο
Πάγωσες
Κι ας σ΄ είχα αγκαλιά να σε ζεσταίνω όπως η μάνα το μωρό που από τα χνώτα ζωντανεύει
Χάθηκες
Μα δεν λιγόστεψα το φως που άφηνα αναμμένο
Δραπέτευσες
Κι έμειναν πρώτη φορά τα χείλη μου γυμνά
Δεν ντράπηκες χαμόγελο την ξενιτιά;
Δεν σ’ άντεχα τότε, δεν σ’ αντέχω και τώρα.
Σαν όπλο κινείσαι, τινάζεις τα μυαλά στον αέρα.
Να σ’ εγκαταλείψω παλεύω εδώ και καιρό.
Αδύνατο, σκέφτομαι, πως ν’ αφήσω τον ίδιο μου τον εαυτό.
Κι όμως, αν έβρισκα μια τόση δα τρύπα στο χώρο,
ευθύς θα την ξεχείλωνα να χωθείς, να βρεις δικό σου πια τόπο.
Ίσκιος του εαυτού μου να γίνω ζητώ.
Τον τρόμο που δίνει, απλόχερα να τον χαρίζω εγώ.
Σου μαρτυρώ,
φλόγα μιας καύτρας αν θέλεις να γίνω
παρά να λέω, στου ίσκιου μου τη φωλιά αργοσβήνω.
Το κουρδιστό ανθρωπάκι, καλή μου, χάνει και τρέμει λες κι από μπαταρία αφόρτιστο έμεινε καιρό. Είναι που η ζωή του παίζει το παιχνίδι, του αφαιρώ. Μπορώ έτσι απλά να προσπερνώ; Δεν θέλω, δεν αντέχω ν’ ανταλλάσω τις μέρες μου με αυτό το τίποτα -το τόσο νοσηρό. Μ’ έφτιαξε, όποιο κι αν είναι αυτό το Ον , για να υπηρετώ τη ζωή ίδιος Αρμαγεδδών.
Προς τι οι χειροπέδες, φωνάζω, λοιπόν;