Πάει θα τελειώσει κι αυτη η μέρα… Όπως συμβαινει με καθε μέρα, και αυριο δε θα θυμασαι τι εζησες εχθες, πριν χρόνια. Ειναι η φυση μας τετοια αλλωστε να προχωράμε παρακάτω.
Αυτο λέω και ξερω πως το ψέμα ζήλεψε μεχρι θανάτου την αληθεια
-οχι πριν χρόνια… ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ-
Αργά ή γρήγορα θα συμφωνηθεί…Ποτέ και από τους δυό.
Στα παιχνίδια ορίων δεν υφίσταται συγχρονισμός
Ως τότε,
στάδιο σκληραγώγησης
περίοδος μιας ανελέητης, ανεπιθύμητης προσαρμογής
Το μόνο δέδομένο…ο χρόνος… είναι πάντα δεδομένος.
Υποχρεωτικά θα περάσει.
και τότε θα ανοίξει τα όρια, να μας προσφέρει απλόχερα μια εγκλωβισμένη προστασία.
και όλα αυτά θα γίνουν από τη συμφωνία του ενός.
Υπάρχουν κάποιες λέξεις άκρως συνυφασμένες μαζί σου.
Πληγώνουν χωρίς να το θέλουν.
Θαρρείς πως ξέρεις το σκοτάδι, ενώ τα μάτια σου είναι μονίμως ανοιχτά.
-Η νύχτα έρχεται όταν την καλείς.
Νομίζεις πως οι μακρινές διαδρομές είναι κουραστικές.
-Μα εάν δε νιώσεις φόβο δεν έφυγες πραγματικά.
Θαρρείς πως τρελαίνεσαι, ενώ νιώθεις το μυαλό σου σε λάθος κορμί.
-Δεν καταγράφηκε συμβάν.
Γένος και των δυο …
Όποια εικασία κι αν με οδηγεί
στην πραγμάτωσή της γίνεται ένα ψέμα,
μια κρυμμένη ελπίδα που ψυχορραγεί
Αυτή τη ζωή διάλεξα με σένα.
Η μόνη λέξη που τείνει να σου μοιάσει είναι η «απάτη».
Ακόμη επενδύω σε σένα, αφού με κανένα τίμημα δεν ξεπληρώνεσαι!
Μαζί σου ταξίδεψα στο μέρος «εκτός πραγματικότητας»
έκανα φίλους πολλούς, ανεπιθύμητους, αλλά και αναγκαίους.
Με τη βοήθεια του αστρολάβου επανήλθα.
Βγήκα από το κορμί μου,
στάθηκα στη θέση μηδέν
για να μπορώ να ξεκινήσω να χτίζω ρωγμές.
Το πέπλο της ανησυχίας σε αγκάλιασε σφικτά.
Αρχίνισα και εγώ να λύνω το δεσμό
μια κάποιας λύσης που δεν ήβρα
μόν΄ το καημό συμμάζεψα.
Tράβα καλέ να βγω απ’ εδώ.
Το άκουσα και εγώ ,
την μαύρη κατάπικρη ζωή
να λέω πως υπομένω.
Καλωσόρισες ξένε στα λημέρια μου.
Με δυο λόγια γνώριμα που δε ξεστόμισα, μια ιστορία θα σου πω.
Τυχαία βρέθηκα εδώ.
Προσπαθούσα να διασχίσω μια στενή βρεγμένη σανίδα κρατώντας την ισορροπία μου, χωρίς να πρέπει να κοιτάξω το κενό ενός στεγνού πηγαδιού.
Προσπαθούσα να θυμηθώ πως θα γυρίσω πίσω, πως θα σταματήσω να με παρατηρώ «απ’ έξω».
Ήμουν ξεκάθαρα ανεπαρκής. Δεν ήμουν λίγος.
Γι αυτό διαρκώς μου χρέωνα πως έμενα εδώ,
εδώ που τα μάτια στάζουν πεθυμιά,
που άθελα μου όρισα το φευγιό.
Εδώ φίλε μου … που γίναμε ξένοι.
Ήρθες.
Το ξέρω. Έκανα πως δε σε βλέπω.
Επιζητούσες λίγη σημασία.
Επέμενες να σε κοιτάξω.
Σε είδα….. να φεύγεις.
και έτρεξε ξοπίσω σου η Ζωή, να σε κυνηγήσει,τάχα να σε φέρει πίσω…
[…] και έτσι μόνη με αφήσατε,
να κοιτάζω το κενό.
Τα ποτάμια που κυλούν μέσα μου είναι για να σε κρατάνε δροσερή.
Δε ξέρει κανείς ποια είσαι.
Δε ξέρει κανείς ότι παλεύεις με την φωτιά.
«Δεν είναι δάκρυα αυτά. Εγώ κλαίω χωρίς δάκρυα».
Δεν κατάφερα να μάθω τι με έκανε να κλαίω
ήξερα όμως από νωρίς πως ήταν ο μόνος τρόπος το σώμα να μην καίω.
όποιος για μια στιγμή ένιωσε το αόρατο δάκρυ έχει και αυτός κάποιο σημάδι.
Τους άκουσα να λένε για την χειρότερη απουσία όλων.
Ντυμένη στα χρώματα μιας επώνυμης παρουσίας
που αντανακλά πλασματικές αποχρώσεις.
Σε λίγο θα σου μιλώ και δε θα μ’ ακούς
Θα συνεχίσεις να μου μιλάς , αλλά δε θα μου απαντάς.
Και θα μυρίζει παντού το άρωμα σου.
Ακόμη και στους διαδρόμους που βρωμάνε οι πεθαμένες στιγμές.
Και θα φαίνεται ότι πέρασες από εδώ.
Γιατί θα βλέπω τα δακτυλικά σου αποτυπώματα στους τοίχους και στους διακόπτες της ψυχής μου.
Και θα ξέρω πως για κάθε αύριο θα είσαι εδώ.
Φοβήθηκα τη μορφή της και τη σκότωσα
Και όλα αυτά γιατί δεν άντεξα στο σήμερα να μην ζω το χθες.
Ένα δάκρυ κάτω από τη σάρκα έγινες.
Θα κυλήσεις μέχρι να στεγνώσει
και ίσως τότε το μειδίαμα
χαμόγελο να σε βαφτίσει.
Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.
ΠΑΝΩ ↑