Αναζήτηση

Writink Page

Write & Share Lines

Κατηγορία

Ημερολόγιο

Στην εκπνοή

Στην εισπνοή του αέρα που αναπνέω, στην εκπνοή του αναστεναγμού που στιλιτεύω, ανώνυμα σε καταγγέλω Χρόνε, μα εσύ με ξέρεις.

Στα μάτια με κοιτάς, πονάς, ξεγλυστράς γιατί ώρα σου είναι πια, φεύγεις.

Ανώνυμα σε καταγγέλω αφού χάνεσαι στους ήχους σου που έγιναν κιόλας χτες.

Είσαι μια παράκληση , μια ευχή Χρόνε, στων ονείρων το Θεό.

Φωτίζεις το μονοπάτι τους, είσαι σειρήνα κι οδηγός μαζί.

Άραγε θα τα οδηγήσεις να ναι ασφαλή;

Και κάπου εκεί  στο σκοτάδι που με φόβο περπατάς, σκοντάφτεις  στα στοιβαγμένα όνειρα που χρόνο με το χρόνο άφησες να μαζευτούν. Σκαλίζεις τα παλιά που σέρνονται πια ξεφτισμένα και ρίχνεις βλέμμα με ελπίδα στα νέα,  τα λαμπερά από λούστρο καμωμένα.

Κορδώνονται τα ξιπασμένα κι αναρωτιέσαι ποια θα ναι η τύχη τους από τι να ναι άραγε αυτά φτιαγμένα;

Κι αν όνειρα αρκετά μου στοίβαξες στον πάτο, σε συγχωρώ χρονιά μου για όλα τ’ άλλα που άφησες κι έσπρωξες να λυτρωθούν στο πέρασμά σου.

Παζλ

Κι εκεί που λες πως έχεις τις απόψεις σου για όλα -σαν τσιμέντο ένα πράγμα- γίνεται κάτι, μια εξαίρεση βρίσκει το δρόμο της προς εσένα και σπάει το γενικό κανόνα σου. Συνειδητοποιείς τότε πως η ζωή είναι φτιαγμένη από στιγμές, τόσο δα μικρές σαν αυτά τα παζλ με τα χιλιάδες κομμάτια. Έτσι είναι η ζωή και κάθε μέρα μας δείχνει ένα μέρος από τη μεγάλη της εικόνα, το  μέρος που οι ίδιοι φτιάχνουμε ή επιτρέπουμε στα μάτια μας να δουν. Όπως για παράδειγμα πως στην πόλη υπάρχουν άνθρωποι που ελπίζουν, που αποζητούν να επικοινωνήσουν και κυρίως έχουν τη διάθεση να προσφέρουν πολλά ακόμη και σε ελάχιστα λεπτά.

Αγαπώ το μετρό. Η διαδρομή με το μονότονο ήχο άλλες φορές με νανουρίζει κι άλλες πάλι φρουρεί την απομόνωσή μου, με κάνει να βουτάω βαθιά στον κόσμο του βιβλίου που διαβάζω. Συνέχεια διαβάζω. Είναι το μεγάλο ταξίδι στα ελάχιστα λεπτά της διαδρομής μου. Έτσι και σήμερα. Διάβαζα κι άφηνα την κίνηση να λικνίζει το σώμα μου κατά πως ήθελε και το μυαλό μου ν΄αφοσιώνεται στον Ντοστογιέφσκυ.

«Ποια μετάφραση είναι;» άκουσα τη μπάσα φωνή από την απέναντι θέση να με ρωτάει.

Σήκωσα το κεφάλι από περιέργεια χωρίς να ξέρω αν θ’ απαντήσω. Αλεξάνδρου, του λέω και πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει ευγενικά.  Καλοστεκούμενος, επιβλητικός και διψασμένος. Είχε αυτή τη δίψα στα μάτια για να μιλήσει. Όχι όμως για χάρη της ομιλίας, μα για χάρη της επικοινωνίας κι όπως κατάλαβα μετά χάρη στην αγάπη του για το διάβασμα, για το βιβλίο. Δεν κατέβασα το βλέμμα, δεν τον άφησα μετέωρο απέναντι στην άγνωστη που τόλμησε να της απευθυνθεί. Ίσως κι από σεβασμό στην ηλικία του, περασμένα 60, ίσως από σεβασμό στην κοινή μας αγάπη κι ας ήμαστε δύο ξένοι.

Συνέχισε ήρεμα να μου μιλά για τον Τροτσκιστή Αλεξάνδρου, για το βιβλίο του «Το Κιβώτιο», το μοναδικό, απ’΄ότι είπε ο άγνωστος, που έχει γράψει. Έπειτα μίλησε για την Μπακοπούλου (μεταφράστρια των «Δαιμονισμένων»  του Ντοστογιέφσκυ) διερωτώμενος γιατί έπρεπε κι εκείνη να μεταφράσει κάτι που είχαν κάνει τόσοι άλλοι πριν και μάλιστα μ’ επιτυχία. Στάθηκε  με δέος στη μετάφραση του Παπαδιαμάντη στο «Έγκλημα και Τιμωρία». Χαμογέλασε με συμπάθεια όταν μου ανέφερε το λογοκριμένο κεφάλαιο που δεν μπήκε ποτέ λόγω του άσεμνου  περιεχομένου που θεώρησαν πως περιείχε οι κριτικοί της εποχής .

«Πετάγομαι βέβαια από τον ένα στον άλλον», συνέχισε, «αλλά έχετε διαβάσει Γιανναρά, τον Καθηγητή;»

«Όχι απάντησα» και ντράπηκα που με βρήκε άσχετη  ο άγνωστος. Μου ανέφερε το βιβλίο του «Καταφύγιο Ιδεών» και μου περιέγραψε πως καταγράφει τη μαρτυρία του για την κατάρρευση των θρησκευτικών οργανώσεων.

Το μεγάφωνο ανακοίνωσε, επόμενος σταθμός Ηλιούπολη κι ο άγνωστος με ρώτησε αν θα κατέβαινα. Όχι του απάντησα κι αναρωτήθηκα που θα ξανάβρισκα μια τέτοια στιγμή, ένα παρόμοιο κομματάκι στο παζλ μου. Ίσως να μην μου χρειάζεται βέβαια το κομματάκι αυτό ίσως να ήταν και το μοναδικό στο κουτί μου.

«Αυτές τις μέρες διαβάζω Σώμερσετ Μωμ» είπε αμέσως μετά κι ένιωσα πως δεν έβλεπε την ώρα να βρεθεί αγκαλιά με το βιβλίο του. Το είδα στο πρόσωπό του και στα μάτια του που γυάλιζαν.

Χαμογέλασα και θυμήθηκα πως κι εγώ είχα διαβάσει ένα του βιβλίο το «Διακοπές στο Παρίσι». Περίμενα ν’ ακούσω τον τίτλο αυτού που διάβαζε εκείνος, μα άκουσα ένα «Καλές Γιορτές Καλή μου, Να είστε καλά» κι αμέσως μετά τον είδα να με κοιτά έξω από την πόρτα του βαγονιού που είχε κλείσει με δύναμη. Επίσης, Καλά Χριστούγεννα, είπα μα δεν με άκουγε πια.

 

 

 

Ένας δρόμος μακρύς

κι εγώ κάπου στη μέση, να κοιτάω πίσω μου,

ψάχνω την αρχή του που είναι χαμένη.

Γυρνάω μπροστά κι η άκρη του σ’ ένα σκληρό άγνωστο τυλιγμένη.

 

 

Well…

It’s all about our dreams

The ones we have

The ones we will never have

Is it a treasure hunt?

Sunday night

Μας έχουν μάθει να κοιτάμε τον εαυτό μας από την κλειδαρότρυπα. Κατασκοπεύουμε το είναι μας, το περιμένουμε στη γωνία χαιρέκακα να κάνει το λάθος, πρώτο ή δεύτερο δεν έχει σημασία. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι εμείς θα του την έχουμε στημένη γιατί είναι σίγουρο πως θ’ ακολουθήσουν τόσα λάθη που θα βαρεθούμε να μετράμε. Κι όλο θα λέμε πως κάποιοι άλλοι μας έσπρωξαν σ’ αυτά. Κάποιοι άλλοι μας έκαναν να μην τα βλέπουμε κατάματα. Αυτοί οι άλλοι όμως δεν θα είναι μαζί μας όταν τα λάθη θα αυτονομηθούν και θα εξεγερθούν απέναντί μας. 

Και τότε τι κάνεις; Ακούς τις ιαχές του πολέμου μέσα σου, βλέπεις τη σκόνη του εαυτού σου που το έβαλε στα πόδια. Και;

Ένα ποντίκι που τρέχει στον τροχό του και μένει στο ίδιο σημείο είσαι.  

Γυρίζεις το χρόνο πίσω; 

Νοσταλγία

Θα ‘θελα να ξεκινούσαν όλα και πάλι από την αρχή. Ίσως έτσι να έβρισκα τα όμορφα που έχασα κάπου μπροστά σε μια άλλη παράξενη γη.

Οδός Χέυδεν

Ο δρόμος λένε, έχει τη δική του ιστορία.

Εδώ όμως όλα σώπασαν και δεν μιλάνε πια.

Τι να πουν, τι νόημα έχουν οι παλιές του ιστορίες,

όταν στοιβάζει στην κοιλιά του εκατοντάδες όνειρα

που περιμένουν τις δικές τους ευκαιρίες.

H Promenade του Χρόνου

Σε ένα μόλις λεπτό από τώρα -κι όταν θα έχω τελειώσει αυτές τις αράδες αρκετά λεπτά μετά- θα είμαι ολόκληρη μέσα στη νέα χρονιά της ζωής μου. Ήθελα να προλάβω. Τι; Μην ρωτάς. Απαντήσεις δεν έχω για πολλά πιθανόν και για τίποτα. Πάντα θέλω να προλαβαίνω εμένα και τις διαθέσεις μου, τους άλλους και τις ανάγκες τους. Απόψε όμως θέλω να είμαι η πρώτη που θα μου πω ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ. Η πρώτη που θα δώσω αξία στη σκέψη της ύπαρξής μου ανάμεσα σε όλους όσους αγαπώ και μ΄αγαπάνε. Θέλω  να χαμογελάω και να γελάω μόνο και μόνο γιατί υπάρχω, γιατί ζω! Από χαρά. Υπάρχει κάτι ωραιότερο; Νιώθω την ανάγκη να πω πόσο σας ευχαριστώ αγαπημένοι μου που γίνεστε η δροσερή γη κι εγώ μέσα σας απλώνω ρίζες και θεριεύω.  Ένας ακόμη χρόνος ζωής ήρθε κι εγώ θα τον κρατήσω αγκαζέ. Θα τον προσκαλέσω σε μία promenade. Να περπατήσουμε αργά στην προκυμαία του, με το κεφάλι ψηλά, χαιρετώντας τις μέρες και τις νύχτες που θα μας προσπερνούν, προσκαλώντας τις στιγμές να ξαποστάσουν δίπλα μας, προκαλώντας τους δείκτες του ρολογιού να πάνε όσο πιο αργά μπορούν.

Μια υπέροχη βόλτα μόλις ξεκίνησε!

Story

Η ζωή κι ο θάνατος δεν προειδοποιούν, δεν μπαίνουν σε πρόγραμμα, δεν αφήνουν περιθώρια γι αντίδραση είτε είσαι πουλί είτε είσαι άνθρωπος.

Μία ιστορία από τις πολλές που λέγονται καθημερινά, μέρα ή νύχτα όπως η σημερινή. Άπειρες οι δυνατότητες, άπειρα τα συναισθήματα και για το άπειρο φτιαγμένη η ανάγκη μας να πούμε:

Ει, είμαι εδώ! Με βλέπεις;

Κι ας μην έρθει  απάντηση καμιά, κι ας είναι η μόνη απάντηση μια εσωτερική φωνή που μόνο εκείνη επαινεί, εσύ την προσπάθεια την έκανες. Πήρες μια ανάσα, κράτησες την αναπνοή σου και βούτηξες. Μία από τις πολλές φορές που το έκανες για τόσα άλλα που δεν ήθελες και δεν σου άρεσαν. Τουλάχιστον τώρα είναι το STORY δικό σου, ένα «διαφορετικό» story που ζει, κινείται κι αναπνέει μέσα σου.

Κάνε το story σου μια ιστορία της ώρας, του λεπτού, του δευτερολέπτου. Όσο κι αν κρατήσει,  το μόνο που θ’ αξίζει είναι ότι έζησε. Για όσο, αφού το πάντα δεν υπάρχει. 

Αλλάζουν τα πράγματα

Έξαψη. Έρχεται από τη ζέστη, τον καύσωνα. Μπορεί ακόμη από μία σκέψη. Από ένα χάδι, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο. Ίσως ακόμη από μία ανάσα που κατάφερες να ξεθάψεις. Ντύνει το σώμα στον οργασμό κι απογειώνει το πνεύμα.

Έξαψη.  

Τι σημαίνει όμως όταν την «ακούς», χτυπώντας τα πλήκτρα του υπολογιστή σου; Όταν το μόνο που θες είναι να τον έχεις αγκαλιά, ν’ αφήνεις το φως του  να σε τυφλώνει και το μυαλό να γίνεται λάβα που βράζει με ιδέες, λέξεις και προτάσεις; 

Έξαψη.

Έρχεται από μέσα σου και συνοδεύει την ανάγκη για Δημιουργία.

Έτσι απλά…

Είναι εκείνες οι στιγμές που λες πως κάτι τελειώνει, ενώ καρδιοχτυπάς να τα δεις όλα ν’ αρχίζουν από την αρχή. Αναρωτιέσαι σιωπηλά για το χρόνο που φεύγει. Δεν τολμάς να μπλεχτείς στα πυρά των φωνών σου και παίρνεις πάλι τη θέση του θεατή. Το χτες και το σήμερα δύο στρατόπεδα  νάρκες που σου θυμίζουν πως ποτέ δεν θα είσαι σίγουρος για το που πατάς.

Κι έτσι απλά, μια βραδιά λες πως κάτι θες ν’ αλλάξει. Θες να Χτίσεις, να Δημιουργήσεις, να Γεννήσεις. Το λες ιδέα, σχέση, μια νέα ζωή μέσα στη δική σου ζωή που σε τρέχει.

Με την άκρη του ματιού προλαβαίνεις το χέρι  που σε αρπάζει και μαζί σου τη βουτιά στο αύριο θέλει να κάνει. Ξεχνάς το χθες, ξεχνάς το σήμερα κι αφήνεσαι στο αύριο που λες πως για σένα το έχουν πλάσει.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑