Αναζήτηση

Writink Page

Write & Share Lines

Κατηγορία

Απόπειρες

Αυτό που με καθησυχάζει είναι πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Για το δικό μας ανθρώπινο, παρεξηγημένο “πάντα” μιλώ, που του  δώσαμε όποια υπερφυσική δύναμη και μαγική χάρη πέρασε ξυστά από το μυαλό.

   Εισπνοή σε τέσσερις χρόνους

ένα δύο τρία τέσσερα

   Και μένω

ένα δύο τρία τέσσερα

    Εκπνοή

ένα δύο τρία τέσσερα

Αργή η εκπνοή, συριστική, με θόρυβο

Να βγει μαζί της και ν ακουστεί, ότι είναι καλά θαμμένο μέσα

Εισπνοή σε τέσσερις χρόνους

ένα δύο τρία τέσσερα

Και μένω

ένα δύο τρία τέσσερα

Εκπνοή

ένα δύο τρία τέσσερα

Και η κίνηση να είναι αργή, όχι γρήγορη όπως κάθε μέρα

Όχι πανικόβλητη όπως ορίζει το τέρας του χρόνου που γεννήσαμε για να μας στοιχειώσει

Κλείσε τα μάτια και κοίταξέ σε

Κοίτα κι εμένα μέσα από τα δικά σου

Τι βλέπεις ?

Εισπνοή σε τέσσερις χρόνους

ένα δύο τρία τέσσερα

Και μένω

ένα δύο τρία τέσσερα

Εκπνοή

ένα δύο τρία τέσσερα

Μήπως εσένα;

Ίσως.

Μην φοβηθείς,

στην ομοιότητα μην σταθείς.

 

Χάος

Δεν είναι εκείνη η άγνωστη μαύρη τρύπα που ζωγραφίζαμε παιδιά

σ’ ένα κομμάτι λευκό χαρτί.

Το Χάος έχει κεφάλι, δυο πόδια, δυο χέρια, δυο μάτια, δυο αυτιά. 

Χάος είμαι εγώ, είσαι κι εσύ. 

Ένας μαύρος μικρόκοσμος που δεν γνωρίζει γκρι,

όμως σφιχταγκαλιασμένο με το κόκκινο σίγουρα το έχεις δει.

«Το Χάος αγάπησε το αίμα για το χρώμα του», δήλωσε κάποια στιγμή

Ξέχασες  όμως σκέφτηκα, τα υπόλοιπα κόκκινα του κόσμου αυτού, να, σαν εκείνο του δειλινού

Δεν είχε απάντηση να δώσει δεν ήθελε να ψάξει και πολύ. 

Κοίταξε το χώμα με δύο ματωμένα πέπλα και βυθίστηκε εκεί από όπου είχε γεννηθεί.

 

Εκδρομή

Περίπατο θα πάμε, είπες

κι ακολούθησα.

Το μονοπάτι γεμάτο φύλλα έτριζε στο κάθε βήμα.

Βούτηξα σε μια θάλασσα γυαλιστερό σκοτάδι.

Θα το τολμήσω, είπα,

αφού με κρατάς απ’ το χέρι.

Σταυροδρόμι ανοίχτηκε μπροστά.

Κλείσε τα μάτια, είπες.

Κι ήταν ο ήχος της πρωτόπλαστης φωνής σου

που έκανε το βήμα μου να τρέμει.

Έλα,

μια εκδρομή πάμε οι δυό μας βαθιά,

στης ψυχής τ’ άγνωστα μέρη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χαμόγελο

Ξεθώριασες

  Ενώ σημαία σ΄είχα ν΄ ανεμίζεις κάτω από το φως το δυνατό του ήλιου

Έσβησες

  Λες και δεν άντεξες τη δύναμη του ανέμου σαν χτύπησε το πρώτο φύλλο

Πάγωσες

  Κι ας σ΄ είχα αγκαλιά να σε ζεσταίνω όπως η μάνα το μωρό που από τα χνώτα ζωντανεύει 

Χάθηκες

  Μα δεν λιγόστεψα το φως που άφηνα αναμμένο 

Δραπέτευσες 

  Κι έμειναν πρώτη φορά τα χείλη μου γυμνά

Δεν ντράπηκες χαμόγελο την ξενιτιά;

Καταφύγιο (Αφιερωμένο)

Κρύβεσαι,
μα εγώ σε βλέπω.
Κρύβομαι
μα σου είμαι φανερή.
 
Καταφύγιο
σε λέω
και τρέχω δίπλα σου
όπως το νερό στην πηγή.
 
Μην κλείνεις τα μάτια,
ανοιχτά κράτησέ τα.
Το βάλσαμο να χυθεί
κι η κόρη του καθενός μπρος τη ζωή
να διασταλεί.
 
Μοιάζεις με θάμα
που προσκυνούν οι πιστοί.
Η ίδια δεν το πιστεύεις
μα δίνεις ζωή.
Καιρός του πια είναι,
με σιγουριά στον καθρέφτη
ο εαυτός σου να κοιταχτεί.
Μίλησέ του γλυκά
πες του για όλα που κάθε μέρα
η θέλησή σου νικά.
Να δεις πως τ’ αυτιά του
έχει σίγουρα ανοιχτά
και της φωνής σου ο αντίλαλος
την καρδιά σου σαν λύκο θα κάνει, που αλυχτά.

Ίσκιος 2

Δεν σ’ άντεχα τότε, δεν σ’ αντέχω και τώρα.

Σαν όπλο κινείσαι, τινάζεις τα μυαλά στον αέρα.

Να σ’ εγκαταλείψω παλεύω εδώ και καιρό.

Αδύνατο, σκέφτομαι, πως ν’ αφήσω τον ίδιο μου τον εαυτό.

Κι όμως, αν έβρισκα μια τόση δα τρύπα στο χώρο,

ευθύς θα την ξεχείλωνα να χωθείς, να βρεις δικό σου πια τόπο.

Ίσκιος του εαυτού μου να γίνω ζητώ.

Τον τρόμο που δίνει, απλόχερα να τον χαρίζω εγώ.

Σου μαρτυρώ,

φλόγα μιας καύτρας αν θέλεις να γίνω

παρά να λέω, στου ίσκιου μου τη φωλιά αργοσβήνω.

Αρμαγεδδών

Το κουρδιστό ανθρωπάκι, καλή μου, χάνει και τρέμει λες κι από μπαταρία αφόρτιστο έμεινε καιρό. Είναι που η ζωή του παίζει το παιχνίδι, του αφαιρώ. Μπορώ έτσι απλά να προσπερνώ; Δεν θέλω, δεν αντέχω ν’ ανταλλάσω τις μέρες μου με αυτό το τίποτα -το τόσο νοσηρό. Μ’ έφτιαξε, όποιο κι αν είναι αυτό το Ον , για να υπηρετώ τη ζωή ίδιος Αρμαγεδδών.

Προς τι οι χειροπέδες, φωνάζω, λοιπόν; 

Γοργόνα

Κάθισες απέναντί μου.

Ήσουν ολόκληρη  δυο κόκκινα μάτια -πιο κόκκινα δεν είδα ποτέ- και κάπου ανάμεσα στις λέξεις  που τρέπονταν σε φυγή από το στόμα μου και χοροπηδούσαν σε παραλήρημα, σε είδα.

Καθισμένη σαν τη Γοργόνα. Υπομονετική στις δεκαετίες που σε χωρίζουν από τη νηνεμία, δεκτική στον τυφώνα, βράχος στην οργή που έσκαγε πάνω σου τον αφρό της.

Έγινες μια διαφάνεια που μέσα της μπόρεσα και είδα ξανά.

Σειρήνα

Κρύβω σε
Οδυσσέα,
Κρύβω σε!
Βαθιά ή ρηχά
Σημασία καμιά.
Κρύβω σε
Κι όμως ορατός
Γίνεσαι
Σ’ εκείνη.
Σειρήνα
Την αποκαλούν.
Μάγια δεν κάνει,
αληθινή ´ναι
Και μόνη ταξιδεύει.
Τύχη να τη συναπαντήσεις
Μαζί της να βουτήσεις
Γι αλλού.
Μόνο αλλού.
Το εδώ είναι
Πεθαμένο.

Το έχω σε κακό. Ναι, το έχω σε κακό κάτι να ξεκινά με κλάμα.

Κι εμείς; ρωτάς.

Εμάς μας γέννησε το κλάμα,

Μας έδεσε το σκόρπιο δάκρυ,

Μας έκαψε η πλημμύρα του αναφιλητού.

Ξέχνα το, είπα. Δεν είναι αυτό σημάδι!

Ίσως να είναι μόνο μια αυγή που κλέφτηκε με το σκοτάδι.

Κρυφές Σκέψεις

Έκανα σκέψεις κρυφές, λέω,
και κοιτάζω δειλά για να πάρω γεύση από τις ματιές.
Έκανα σκέψεις άλλες, μυστήριες, ξένες, λέω,
και βλέπω να φεύγουν, να ξεμακραίνουν και να γίνονται οπτασίες μακρινές.
Έκανα σκέψεις διαφορετικές, λέω,
και νιώθω το φόβο της άγνοιάς τους να γεμίζει τις παγωμένες τους αγκαλιές.
Έκανα σκέψεις τρελές, λέω,
Και γεμίζουν τα ρουθούνια μου με τη βρώμα από το κάθε τους
σήμερα, αύριο και χτες.

Ανάσα δραπέτη,
Θυμίζεις επαίτη.

Ζητιάνα, για μια στιγμής ανάσα θα γίνω.
Στρέφω τα μάτια ψηλά, πιο ψηλά κι από κει που το τόξο μου ρίχνω.

Μετράω τη ζωή σε στιγμές που δεν έχουνε φως.
Δέκτης είμαι ή Πομπός;
Τι ζητώ;
Μια τζούρα ανάσας, αυτός είναι ο σκοπός.
Χαλάλι! να ακούσω να λες, σήμερα δικαιούσαι μορφή στην ανάσα σου αυτή.
Τον αέρα μου θέλω να συρίζει στο ρουθούνι μου μέσα,
Να φουσκώνει το σώμα ζωή, να του δίνει παλμό στη στιγμή.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑