victoria station athens
Next Station Victoria-Athens

Στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα του καταστήματος με τις τηλεοράσεις.
Όλες ανοιχτές γεμάτες πολύχρωμες εικόνες.
Ίδια πεταλούδα που την τράβηξε το φως ακούμπησε τις παλάμες της στη βιτρίνα και κόλλησε την άκρη της μύτης της στο παγωμένο τζάμι.
Ποια είναι αυτή που την κοιτά από μέσα;
Δεν τη γνωρίζει αυτή τη γυναίκα.
Κάνει ίδιες κινήσεις με κείνη.
Ανοιγοκλείνει τα χείλη της και χαϊδεύει κι αυτή το τζάμι.
Παγώνουν άραγε οι παλάμες της όπως οι δικές της;
Να της μιλήσει. Να πιάσει γνωριμία, ίσως μπορούν να γίνουν φίλες, σκέφτεται.
Πως γίνεσαι φίλη; Τι μπορεί να της πει;
Τη βλέπει να σκουπίζει τα μάγουλά της που γυαλίζουν.
Κάτι τρέχει από τα μάτια της.
Το ίδιο και σε κείνη.
Σταγόνες νερού, δάκρυα;
Γιατί να κλαίει η φίλη της;
Κι αυτή κλαίει. Τα μάτια της είναι θολά από το κλάμα.
Αν της πιάσει κουβέντα θα σταματήσουν να κλαίνε;
Να της πει μια ιστορία.
Οι φίλες πρέπει να λένε ιστορίες μεταξύ τους.
Να της πει τη δική της.
Έχει ιστορία άραγε; Οι ιστορίες έχουν αρχή, μέση και τέλος.
Η δική της έχει μόνο αρχή και μια ατελείωτη μέση.
Ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν, σε λίγο δεν θα την κρατούσαν.
Καλύτερα η φίλη της να την ακολουθήσει, σκέφτηκε.
Της έκανε νόημα κι η φίλη έγινε σκιά.
Πιάστηκε από το χέρι της κι αυτά σαν ένα, έπιασαν το αυτοσχέδιο καρότσι με τα λιγοστά της υπάρχοντα κι άρχισε να το τραβά αργά προς την Ομόνοια.
Το κεφάλι κατεβασμένο κι η Πατησίων να φαντάζει ανηφόρα σε βουνό.
Αυτοκίνητα ανέβαιναν προς το κέντρο κι έριχναν φως στα βήματά της.
Λιγοστός κι αλλιώτικος κόσμος στο δρόμο.
Αλλιώτικος από ποιον άραγε;
Δύο μαύροι στη γωνία μάζευαν την πραμάτεια τους. Τσάντες και θήκες για κινητά.
«Κυρία, κυρία θέλει κάτι; Έλα μαζεύουμε, πάρε, πάρε» φώναξαν και χασκογέλασαν στην εικόνα της.
Δεν έδωσε σημασία.
Άκουσε μουσική. Από κάπου έρχονταν ήχοι στ’ αυτιά της.
«Ακούς;» ρώτησε τη φίλη της.
Κούνησε το κεφάλι καταφατικά σαν και κείνη.
Κάποτε άκουγε μουσική. Τζαζ, η αγαπημένη της.
Τράβηξε μπροστά. Έλα, ψιθύρισε σ τη φίλη της κι υπάκουη εκείνη ακολούθησε.
Ένα πρεζάκι ξαπλωμένο στα σκαλιά μιας κλειστής πόρτας σήκωσε τα μάτια ψηλά.
Τόσο ψηλά που ίσα συνάντησαν τα δικά της.
Άνοιξε την παλάμη του μηχανικά και σήκωσε λίγο το χέρι του.
Δεν άντεξε το βάρος του και το έριξε μαζί με το βλέμμα του πίσω στα σκαλιά.
Συνέχισε να προχωρά.
Μια καλοντυμένη νέα γυναίκα ερχόταν προς το μέρος της σπρώχνοντας ένα παιδικό καροτσάκι.
Το βήμα της νευρικό, γρήγορο, σχεδόν φοβισμένο.
Σσσσσσσσσς έκανε.
Το κλάμα του μωρού που ακούστηκε από το καροτσάκι την τράβηξε σαν μαγνήτης.
«Έλα», έκανε στη φίλη της. «Ένα μωρό».
Ένιωσε το κεφάλι της να καίει και τα μάτια της να τρέχουν ξανά.
Άφησε το καρότσι που τραβούσε να γλιστρήσει από τα χέρια κι έτρεξε προς το μωρό.
«Μη!» Ακούστηκε η γυναίκα.
«Μην πλησιάσεις θα φωνάξω».
«Μαρία, τρομάζεις το μωρό», γύρισε κι είπε στη φίλη της αργά.
Η γυναίκα βρήκε ευκαιρία και τρομαγμένη έτρεξε, σπρώχνοντας το καροτσάκι με το μωρό μακριά της.
Κοίταξε τη φίλη- σκιά απορημένη.
«Πάμε» της είπε και συνέχισαν.
Έφτασε στο σταθμό του τρένου στην Ομόνοια και στηρίζοντας το καρότσι της στις κυλιόμενες σκάλες αφέθηκε στη διαδρομή τους. Ελάχιστοι κατέβαιναν στο σταθμό την ώρα αυτή.
Μία στάση ήθελε μέχρι το σπίτι.
Το τωρινό της σπίτι που σήμερα δεν θα πήγαινε μόνη της, είχε παρέα, τη νέα της φίλη.
Το τρένο έφτασε άδειο. Είναι το τελευταίο τρένο της ημέρας.
Μπήκε μέσα κι έκανε νόημα με το χέρι στη φίλη της να την ακολουθήσει.
Κάθισε σε μία θέση στο παράθυρο κι έβαλε τη σκιά απέναντί της γέρνοντας κι οι δύο το κεφάλι τους στο πλάι με τα μάτια κλειστά.

«Μαρία, Μαρία, άσε το μωρό μην το τραβολογάς μαζί σου στην Αθήνα».
«Έλα βρε Γιώργο τι θα πάθει, άσε να τον έχω μαζί μου, παρέα. Θα πάρουμε το τρένο και θα κατέβουμε Ομόνοια. Το ΙΚΑ δεν είναι μακριά. Σ’ ένα δίωρο θα είμαστε πίσω».
«Πάρε τουλάχιστον ταξί. Είναι πιο εύκολο και σίγουρο μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά», συνέχισε ο Γιώργος.
Το παιδί, ένα αγοράκι 4 ετών άνοιξε τα χεράκια του στη Μαρία και κλαψουρίζοντας,της τραβούσε το φόρεμα, ζητώντας επίμονα αγκαλιά.
Η Μαρία χαμογέλασε πλατιά και τον σήκωσε ψηλά.
Βολτούλα αγάπη μου, ναι ,με τη μανούλα, του είπε.
Το αγοράκι άρχισε να γελά και να της ανακατεύει τα μαλλιά.
Φίλησε πεταχτά το Γιώργο, πήρε το χεράκι του μικρού στο δικό της και βάζοντας ανάλαφρα την τσάντα στον ώμο βγήκε.
Ο Γιώργος πίσω, της φώναξε να πάρει το καρότσι, αλλά ήταν ήδη αργά, είχε κατέβει τις σκάλες.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο στο κέντρο του Πειραιά και με τον μικρό να περπατά δίπλα της κατευθύνθηκε στο τρένο.
Ήταν χαρούμενη που τον είχε στο πλάι της. Το παιδί αυτό ήταν όλη της η ζωή και τώρα που μεγάλωνε γινόταν ο μικρός της καβαλιέρος σε ότι έκανε.
Ο μικρός ξετρελάθηκε με τις εικόνες από τα σπίτια και τα δέντρα που έτρεχαν μαζί με το τρένο.
Κάθε φορά που έμπαινε σε τούνελ και μαύριζαν όλα γύρω του ο Δημητράκης έσφιγγε τη μαμά του κι έκλεινε τα ματιά σφιχτά.

Η Μαρία του χάιδευε και του φιλούσε το κεφάλι, ενώ του χτυπούσε την πλάτη απαλά μόλις έβγαιναν στο φως κι εκείνος κόλλαγε τη μύτη στο τζάμι ξανά.
Στη στάση Αττική μπήκε κόσμος πολύς. Περισσότερος από τις προηγούμενες.
Η θέση απέναντί τους άδειασε και μία παχουλή, μεσήλικη γυναίκα έτρεξε και θρονιάστηκε μ’ ένα ξεφύσημα χαράς για την ανέλπιστη τύχη της.
Τα μαλλιά της κοντά και χτενισμένα με ατίθασα μπουκλάκια που κόλλησαν στο μέτωπό της από τον ιδρώτα.
Το χαμόγελό της έδινε μία παιδική χροιά στο ελαφρώς ρυτιδωμένο της πρόσωπο.
Μετά το πρώτο ξεφύσημα και την τακτοποίηση της φαρδιάς της λεκάνης στην καρέκλα ήρθε η ώρα για να διασκεδάσει τη διαδρομή. Το αγοράκι της Μαρίας της τράβηξε την προσοχή κι άρχισε να του λέει γλυκόλογα και να του πετά χαμόγελα.
Ο μικρός της ανταπέδωσε το χαμόγελο κι άρχισε να της δείχνει με το χεράκι του έξω από το παράθυρο, σαν όλα αυτά που έβλεπε να ήταν δική του ανακάλυψη.
Επόμενη στάση Βικτώρια, ακούστηκε από τα μεγάφωνα του συρμού κι ένα δυνατό, απότομο τράνταγμα τους έβγαλε όλους από τις σκέψεις τους.
Κεφάλια πήγαν κι ήρθαν και σώματα ταρακουνήθηκαν.
Ο μικρός έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς του κι άρχισε να γελά ευτυχισμένος που το τρένο έπαιζε παιχνίδια μαζί του.
Η Μαρία τον μάλωσε που ήταν όρθιος και του είπε ότι έπρεπε να καθίσει κανονικά στην καρέκλα του, αλλιώς δεν θα τον έπαιρνε ξανά μαζί της.
Αναστέναξε που ευτυχώς δεν είχε πέσει κάτω ο μικρός και γύρισε το κεφάλι της μπροστά.
Μία ομάδα επιβατών άρχισε να φωνάζει :
«Κάντε πέρα, λίγο νερό. Τρίψτε του τα χέρια. Τρέχει αίμα εδώ», ανακατεύονταν οι φωνές.
Η Μαρία. κοίταξε μια το μικρό της και μια προς τους μαζεμένους επιβάτες, ζυγίζοντας την κατάσταση.
Είναι νοσοκόμα κι αυτό δεν μπορούσε να το ξεχάσει ούτε λεπτό στην καθημερινή της ζωή πόσο μάλλον τώρα που κάποιος είχε την ανάγκη της.
«Μου τον προσέχετε για ένα λεπτό παρακαλώ; Ρώτησε τη γυναίκα που καθόταν απέναντί τους. «Μετά χαράς χρυσό μου», απάντησε η γυναίκα και για του λόγου το αληθές άλλαξε θέση και πήγε δίπλα στο μικρό. Το αγοράκι, κοίταξε προς τη μαμά του που σηκώθηκε πάνω κι έτρεξε στο κέντρο του βαγονιού.
Ο νεαρός που ήταν πεσμένος στο πάτωμα, είχε χτυπήσει το κεφάλι του από το τράνταγμα και το απότομο σταμάτημα του τρένου κι αιμορραγούσε.
Όλα έγιναν αστραπιαία από κείνο το λεπτό και μετά.
Το τρένο είχε φτάσει στη στάση.
Κόσμος σπρωχνόταν να βγει και κόσμος να μπει. Εκείνη με δύο άλλους άντρες, που έμειναν μαζί της για βοήθεια, πάλευαν να βρουν και να μιλήσουν με κάποιον στο σταθμό που θα τους βοηθούσε για να βγάλουν το χτυπημένο νεαρό.
Η Μαρία γυρνούσε ανήσυχη κι έβλεπε το μικρό της στο πλάι της κυρίας.
Για μια στιγμή μονάχα βγήκε στην αποβάθρα του σταθμού όταν είχαν βρει πλέον τον άνθρωπο που θ’ αναλάμβανε το νεαρό και θα περίμενε το ασθενοφόρο που κάλεσαν. Μπαίνοντας ξανά στο βαγόνι η ματιά της έπεσε στην κυρία που κρατούσε το μικρό της και τώρα φώναζε και ούρλιαζε :
«Μου έφυγε απ’ τα χέρια. Ορκίζομαι δεν τον πρόλαβα»
Η Μαρία την έπιασε από τα μπράτσα κι άρχισε να την ταρακουνάει « Που είναι ο γιος μου; Πες μου. Σε παρακαλώ».
«Μου γλίστρησε από τα χέρια. Σε είδε που βγήκες έξω κι έτρεξε πίσω σου πριν προλάβω να τον πιάσω».
Η κυρία έκλαιγε μ’ αναφιλητά.
Η Μαρία κοκάλωσε από το σοκ και για δευτερόλεπτα έχασε τον κόσμο γύρω της.
Ο ήχος από το κλείσιμο των θυρών του τρένου την επανέφερε στη σκληρή πραγματικότητα και με μία κίνηση έκανε να βγει από το τρένο μα ήταν πια αργά.
Η Μαρία λιποθύμησε από το σοκ κι όλα έσβησαν γύρω της.

Επόμενη στάση Βικτώρια, άκουσε τη γνωστή φωνή ν’ αναγγέλλει μέσα από τον ύπνο της.
Έπρεπε να κατέβει. «Έλα», είπε στη φίλη της σκιά.
Το ίδιο πάντα κάθε μέρα.
Μετά την εξαφάνιση του γιου της εξαφανίστηκε κι η ίδια.
Από τον άντρα της, το σπίτι της, τους δικούς της. Αποφάσισε να μείνει στους δρόμους και να ψάχνει, μισότρελη πια από τον πόνο.
Σπίτι της πια η αποβάθρα της Βικτώρια. Να ναι καλά ο σταθμάρχης που έκανε τα στραβά μάτια κάθε βράδυ και την άφηνε μέσα συγκινημένος από την ιστορία της.
Ο καιρός περνούσε με την ίδια ελπίδα που στο τέλος έγινε τρέλα, μανία.
Θα έβρισκε το μικρό της στο σταθμό που τον έχασε.
Δεν άντεχε άλλο.
Δεν ήθελε άλλο να ζει αν δεν υπήρχε κι αυτός.
Τράβηξε το καρότσι στα δεξιά της αποβάθρας. Έστρωσε ότι είχε βρει στα σκουπίδια κι έπεσε πάνω τους.
Εκεί κουλουριάστηκε όλη τη νύχτα, σε στάση εμβρύου, αγκαλιά με τη σκιά.
Όλη νύχτα έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία χωρίς τέλος στη φίλη της .
Ο ήχος του πρώτου τρένου τη βρήκε με τα μάτια να γυαλίζουν.
Ή τώρα ή ποτέ, μονολόγησε. Εσύ θα με βοηθήσεις να δώσω τέλος, είπε στη φίλη της.
Περπάτησε μέχρι την άκρη. Το τρένο πλησίαζε. Έγειρε το κορμί της μπροστά.
Τώρα, είπε στη σκιά της. Ένα βήμα είναι μόνο.
Ένιωσε το χτύπημα στην πλάτη και το σώμα της βαρύ έπεφτε στις γραμμές.
Τα φώτα του τρένου φώτισαν τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής της, ενώ ένα όνομα αντήχησε και κάλυψε το απότομο φρενάρισμα του τρένου.
Μάρκο.

E Writinks

Advertisement