Κάθισες απέναντί μου.
Ήσουν ολόκληρη δυο κόκκινα μάτια -πιο κόκκινα δεν είδα ποτέ- και κάπου ανάμεσα στις λέξεις που τρέπονταν σε φυγή από το στόμα μου και χοροπηδούσαν σε παραλήρημα, σε είδα.
Καθισμένη σαν τη Γοργόνα. Υπομονετική στις δεκαετίες που σε χωρίζουν από τη νηνεμία, δεκτική στον τυφώνα, βράχος στην οργή που έσκαγε πάνω σου τον αφρό της.
Έγινες μια διαφάνεια που μέσα της μπόρεσα και είδα ξανά.
9 Οκτωβρίου 2015 at 09:20
το κοκκινο σε κανε να νιωσεις ανετα κ να αφεθεις, να ελευθερωσεις για λίγο τη φλογα που μέσα σου εχει ξεσπασει.
Ήταν η ώρα της!
Στο επομενο λεπτό απ τις αναθυμιάσεις ανάσα δε θα μπορείς να πάρεις.
ΥΣ:Η γοργόνα δε μπορει να κολυμπησει εαν στα ανοιχτα δεν την πετάξεις.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!