Το κοίταζα. Σαν χαζός. Καθόμουν έτσι, σαν χαζός και κοίταζα το σπίτι. Ξαφνικά το κατάλαβα. Όταν συνήλθα. «Τί έγινε, ρε φίλε;», είπα μέσα μου, «εγώ άλλαξα μυαλά, ή ο κόσμος όλος ήρθε τούμπα μέσα σε μια νύχτα;» Δεν περίμενα απάντηση. Δεν μ’ ένοιαζε, φυσικά… Απλά αναστέναξα, ανακουφισμένος. Ήμουν μόνος. Τα ‘φερε η μοίρα, που να μην τα ‘φερνε και βρέθηκα για πρώτη φορά μόνος μου στο μαγαζί μου. Πρώτη φορά που μπορούσα, που λέει ο λόγος, να χαρώ κι εγώ ένα καφέ απ’ τα χέρια μου, μια στιγμή απ’ τη ζωή μου. Και, κοίτα να δεις τώρα, αυτό που ονειρευόμουν χρόνια, να γίνεται έτσι ανάποδα… Πώς τα φέρνει, ρε φίλε, η τύχη, ο Θεός, όπως θέλεις πες το… Πώς τα φέρνει, ανάθεμα τη ζωή μου… Όλη τη νύχτα έτσι. Μόνος. Στήλη άλατος. Να κοιτάζω το σπίτι, το στοιχειωμένο απέναντι και να παραμιλάω. Κάποτε σηκώθηκα, έσυρα τα πόδια μου να ψήσω έναν καφέ, μήπως και καταφέρω να συνέλθω. Αλλά και πάλι εκεί. Ξανά. Κοκαλωμένος με τον καφέ στο χέρι να κοιτάζω απέναντι .
Πατησίων και Χέϋδεν. Παλιό, αρχοντικό σπίτι που απέμεινε να θυμίζει παλιές δόξες.
Μήνες τώρα έβλεπα, χωρίς να πολύ δίνω σημασία, συνέχεια ζαλισμένος στα πήγαιν-έλα με τους καφέδες και την πελατεία πως το αναπαλαίωναν. Τώρα, έτσι όπως το κοιτάζω ξημερώματα, μέσα απ΄ το άδειο μαγαζί μου, που πέρασα την νύχτα –και τί νύχτα-, δεν μπορώ να μη δω πως με κοιτάζει κι αυτό. Με κοιτάζει, μου μιλάει και βαριανασαίνει!
Αυτό είναι ζωντανό. Ναι, μοιάζει να ανασαίνει. Το σπίτι, ανασαίνει; Ήπια ακόμα μια γουλιά απ΄ τον καφέ μου. «Σύνελθε», σκέφτηκα. « Το σχήμα του είναι». Για δες…Πώς δεν το είχα παρατηρήσει τόσον καιρό; Η πρόσοψη είναι στρογγυλή θυμίζει γκαστρωμένη γυναίκα. Πάντα θύμιζε… Λες; Αυτό το σπίτι μιλούσε και δεν το άκουγα. Τί σπίτι… Κοίτα να δεις που δεν το χα πάρει χαμπάρι πιο πριν. Χάζευα και τους γειτόνους μας, όσους έμεναν στην στρογγυλή κοιλιά του, όσους γνώρισα δηλαδή. Μια ο ένας μια ο άλλος, άλλαξαν στα χρόνια αρκετοί. Βλέπω να το ανασταίνουν, να το ζωντανεύουν και σκέφτομαι τη ζωή… Τη ζωή που είδα χθες βράδυ με τα μάτια μου. Ας είναι όμως. Ρούφηξα το τσιγάρο που παραλίγο να μου κάψει το δάχτυλο. Ας πασαλείψουν έστω τ’ απέξω σκέφτομαι, να γλυτώσουμε από το ξεφτισμένο γκρι του τσιμέντου. Το ροζ καλό φαίνεται. Ροζ… Να ναι κορίτσι άραγε ή αγόρι; Δεν πρόφτασα…Μα τι σκέφτομαι. Μακάρι να σωθεί, ότι κι αν είναι.
Αχ, κυρία Ασπασία. Καλά που πρόλαβες να το πουλήσεις. Ε, ρε μόλις μάθεις τα καθέκαστα…Σαν να σε βλέπω, όπως εκείνη τη μέρα. Τι θυμήθηκα.
«Τον ελληνικό μου, Κώστα» είχες πει φουρτουνιασμένη. Ε, και πώς να μην ήσουν. Ο τελευταίος ενοικιαστής είχε κάνει φτερά μέσα στην κρίση κι εσύ πάλευες με «το βραχνά» όπως το είχες βαφτίσει. «Δεν πάει άλλο, δεν πάει!» φώναζες τη στιγμή που σου σέρβιρα το φουσκαλιασμένο καφέ. «Αμάν βρε Κώστα καφές είναι αυτός ή όλα τα μάτια της Πατησίων στο φλυτζάνι μου;»ξέσπασες.
Αυτό ήταν κα. Ασπασία μου. Μάτια. Άστεγοι, ναρκομανείς, μετανάστες, εκεί απέναντι κατασκήνωναν. Κι όσο κατασκήνωναν αυτοί τόσο φουρκιζόσουν εσύ. Τους Έλληνες έδειχνες να τους λυπάσαι. Τους ξένους τους αναθεμάτιζες. Σε κοιτούσα κι αδιαφορούσα χωρίς να παίρνω θέση. Δεν μου ‘πεφτε λόγος. Ποιον να λυπηθώ και γιατί! Εσένα και την περιουσία σου ή τους πρεζάκηδες και τους μετανάστες που αναστάτωναν τη γειτονιά σε κάθε ευκαιρία; Η μάνα μου έλεγε, όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες. Τον βρήκες όμως τον σύμμαχό σου. Ο Γιώργος. Εργολάβος και σωτήρας σου. Τώρα ξέρω πια πως σώθηκες από τους Πακιστανούς κυρία Ασπασία μου.
Όσο το σκέφτομαι φουντώνω, γίνομαι τρελός. Ν΄ ανοίξω την πόρτα. Πως έφτασα, πως φτάσαμε στο χτεσινοβραδυνό; Με τη δροσιά που μπήκε ανάσανα και συνέχισα να σκέφτομαι.
«Μην αγχώνεσαι κυρά Ασπασία», σου είχε πει. «Θα ‘ρθουμε με τα παλληκάρια μου και θα στο καθαρίσουμε». Το μόνο που είχες ρωτήσει ήταν «Πως;» «Μη νοιάζεσαι», είχε απαντήσει. Είχα ακούσει τη συζήτησή σας. Καθάριζα τα τραπέζια κι αναρωτιόμουν.
Κάτι είχε πάρει τ’ αυτί μου για κείνον και τις κινήσεις του μα δεν ήμουν σίγουρος. Δεν μου άρεσαν τα μούτρα του, με τρόμαζε και μ’ εξόργιζε κι εκείνο το μόνιμο στραβό χαμόγελό του. Έμαθα όμως ότι τα κατάφερε με το «καθάρισμα» του σπιτιού και έπειτα πουλήθηκε. Πάνω στο μεζέ και το τσιπουράκι που ζήτησαν για να βρέξουν την επιτυχία, άκουσα από το μεσίτη πως αυτός που το πήρε το έκανε «δώρο» σε έναν από τους ανερχόμενους κομματάρχες της Βουλής. Μεγάλος ντόρος. Κάμερες, ρεπόρτερ, παρατρεχάμενοι, όλοι σε μένα για καφέ και πληροφορίες. Δεν ανακατευόμουν.
Ο Γιώργος και τα παλληκάρια του ανέλαβαν την αναπαλαίωση. Δικτυωμένος όπως είναι βρήκε την άκρη του στο κόμμα και τσίμπησε την γωνιά της Πατησίων. Τις προάλλες άρχισε τις εξηγήσεις, χωρίς να του έχω ζητήσει καμμιά, για το πώς κατάφερε και χώθηκε.
«Το δικαιούμαι, δεν το δικαιούμαι ρε Κώστα; Να μου το φάνε μέσα από το στόμα; Ποιος το ανέστησε; Ποιος το καθάρισε από τους βρωμιάρηδες τους Πακιστανούς; Εγώ τους έκανα τσακωτούς». Κατέβασε μια γουλιά καφέ κι έπειτα συνέχισε, για να τονίσει τον κόπο και την επιτυχία του. «Να ναι καλά και τα παλληκάρια μου. Λεβέντες μπρατσωμένοι. Μια φωνή τους και τα κάνεις επάνω σου, λιοντάρια» συμπλήρωσε κι έβαλε τα γέλια που μ’ είδε να ξεροκαταπίνω. Δεν πήρα θέση. Όρσε! μουτζώθηκα έτσι όπως σκεφτόμουν τα γεγονότα και έψαχνα την άκρη του νήματος. Άναψα ακόμη ένα τσιγάρο και ρούφηξα μια τζούρα για να σβήσω, τι άραγε, το πώς σκεφτόμουν ή το πώς άρχισα να σκέφτομαι από χτες βράδυ; Όταν μου μιλούσε ξεγλιστρούσα με μισό χαμόγελο κι άρπαζα το πανί μου να συνεχίσω το καθάρισμα. «Έχουν πίστη στο κόμμα. Έχουν ιδανικά! Είναι πατριώτες μωρέ!» συνέχιζε. Δεν ρωτούσα τίποτα, διευκρινίσεις δεν χρειαζόμουν. Πλήρωνε, άφηνε καλό πουρμπουάρ και χαιρετούσε. Τον έβλεπα να φεύγει κι ένιωθα καλύτερα ίσως γιατί ανέπνεα ξανά. Ρουφούσε το οξυγόνο μου αυτός ο τύπος.
Περπάτησα στο άδειο μαγαζί χωρίς να με χωράει ο τόπος. Τι ήθελα και τα σκεφτόμουν όλα αυτά; Έξω σκοτάδι κι εγώ σαν τον ποντικό στη φάκα ν’ αναρωτιέμαι και να σπάω το κεφάλι μου πως έγιναν όλα σε μια μέρα. Από χτες ως σήμερα τίποτα δεν ήταν πια ίδιο.
Ήταν περίπου 2 το μεσημέρι κι η δουλειά είχε λασκάρει. Οι κάμερες κι οι ρεπόρτερ είχαν ελαττωθεί. Η ζωή είχε αρχίσει να μπαίνει σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Ήμουν χαρμάνης για ένα τσιγάρο και πήγα να φτιάξω καφέ. Τη στιγμή που φούσκωνε την είδα μπροστά μου. Είχα τόσο απορροφηθεί που τινάχτηκα τρομαγμένος. Σκοτεινή σα νύχτα με δύο μεγάλα μάτια. Το πρόσωπό της κομμένο με μάγουλα ρουφηγμένα και χείλια γεμάτα, χωρίς πρόκληση και με τις άκρες τους προς τα κάτω.
Ήταν ντυμένη, κουκουλωμένη, τρίχα δεν φαινόταν, από την κορφή ως τα νύχια. Η κοιλιά της μόνο μου έκανε εντύπωση, φουσκωμένη, έτοιμη να εκραγεί. Ίσα που πρόλαβα να βγάλω το μπρίκι από τη φωτιά για να μη χυθεί ο καφές. Με είχε συνεπάρει η παρουσία της. Σέρβιρα τον καφέ και τον άφησα στο πλάι. «Τι θέλει αυτή εδώ;» αναρωτήθηκα. Γύρισα απότομα και κοίταξα την ξένη. Με κοιτούσε κι εκείνη. Τα μάτια μου βυθίστηκαν στα δικά της. Ήταν ήρεμα με μία στωικότητα που μ’ έκανε ν’ απορήσω. Φαινόταν μεγάλη μα πρέπει να ήταν μικρότερή μου. Την κοίταξα από πάνω ως κάτω. Δεν κρατούσε τίποτα. Μόνο η μία της παλάμη ήταν σφιχτά κλεισμένη στο ύψος της κοιλιάς σαν να κρατούσε κάτι πολύτιμο. Έπρεπε να μιλήσω. «Παρακαλώ;» Καμιά απάντηση. “What do you want?” τη ρώτησα στ’ αγγλικά. “Do you speak english? Can I help you?” συνέχισα. Απλά με κοιτούσε. Της γύρισα την πλάτη κι άρχισα να ετοιμάζω καφέδες. Μα για ποιους; Τι κάνω; Τότε άκουσα τη φωνή της. Σιγανή, τρεμουλιαστή, γεμάτη αγωνία.“Water…” είπε. Στράφηκα αργά λες και θα τρόμαζα πεταλούδα. “Ok” απάντησα. Άνοιξα το ψυγείο μηχανικά, έβγαλα ένα μεγάλο μπουκάλι και το ακούμπησα πάνω στον πάγκο. “One euro” είπα κι αυτή τη φορά κοίταξα μακριά από τα μαγικά μάτια. Εκείνη κοίταξε προς τα κάτω κι άνοιξε την παλάμη της. Έμεινε να την κοιτά για μερικά δευτερόλεπτα. Απάντηση καμιά, σαν να μάζευε κουράγιο. Έκανε ένα βήμα μπροστά προς τον πάγκο κι άφησε ένα νόμισμα των πενήντα λεπτών. Κανείς μας δεν κουνήθηκε εκτός από τα μάτια μας που ενώθηκαν σαν μαγνήτες. “One euro” επανέλαβα κι η φωνή μου αντήχησε γελοία στα ίδια μου τ’ αυτιά. Τα μάτια της γέμισαν νερό κι έγιναν δυο πράσινες λίμνες. «Κώστα», άκουσα να με φωνάζουν κι η φωνή έμοιαζε με ηλεκτροσόκ. “Take it” είπα κι έσπρωξα το νερό και τα πενήντα λεπτά στη μεριά της. Δεν κουνήθηκε. “Take, go” επανέλαβα μέσα από τα δόντια μου και την κοίταξα επίμονα. Έκλεισε τα μάτια της κι όταν τ’ άνοιξε ήταν δακρυσμένα. Βγήκα από τον πάγκο χωρίς άλλη κουβέντα.
Όταν γύρισα είχε χαθεί μαζί με το νερό. Είδα τα πενήντα λεπτά. Άρπαξα το νόμισμα και το έκρυψα βαθιά στην τσέπη μου.
Αργά το απόγευμα μου παρήγγειλαν να τους παραδώσω απέναντι καφέδες. Ήταν σχεδόν επτά. Τους βρήκα μαζεμένους απέξω να συζητούν συνωμοτικά. Ρίγησα από τη γυαλάδα στο βλέμμα τους και τις σφιγμένες γροθιές. «Τις είδε ο Πέτρος». Ποιες είδε, πότε, δεν καταλάβαινα. Έπρεπε να μάθω. Τρωγόμουν πρώτη φορά, δεν ξέρω γιατί. «Τέσσερις- πέντε ήταν μαζί και κουβαλούσαν έναν μπόγο από υφάσματα. Τις είδε να μπαίνουν εδώ, αλλά όχι να βγαίνουν».
Ο Γιώργος ρούφηξε το τσιγάρο του και το πέταξε στο πεζοδρόμιο με δύναμη, σα χειροβομβίδα που δεν έσκασε για ν’ αλαφρύνει την οργή του. «Θα τις βρω. Θα τις βρω και θα τους μάθω τι σημαίνει να λερώνουν τα ελληνικά χώματα. Τέσσερις όροφοι και ένα υπόγειο. Πρέπει να ψάξουμε καλά» τον άκουσα να λέει μέσα από τα δόντια του. Έκανα μερικά βήματα πίσω. Πέντε άντρες με μπράτσα από σίδερο και σώματα από μπετόν μπήκαν ορμητικά στο κτίριο. Άρπαξαν καδρόνια και έσπασαν σανίδες στα δύο. Τους έβλεπα κάθε μέρα μα αυτή τη στιγμή τα πρόσωπά τους μου ήταν άγνωστα. Είχαν κοκκινίσει και τα χείλη τους έτρεμαν από θυμό. Είχα μπροστά μου θηρία, λιοντάρια που τους έτρεχαν τα σάλια πάνω από τα θηράματά τους. Χτυπούσαν τον αέρα με τις γροθιές τους κι έβριζαν θεούς και δαίμονες. «Καθαρίζουμε», ούρλιαξε ο Γιώργος. Ήταν έτοιμοι και ξεχύθηκαν στο κτίριο αφρισμένοι. Κοκάλωσα. Τι ήθελαν να σώσουν; Ποιους; Το μυαλό μου έτρεχε από τη μια σκέψη στην άλλη χωρίς ειρμό χωρίς νόημα. Τι νόημα ψάχνω σ΄ αυτή την τρέλα; Μ χτύπησαν στην πλάτη και πάγωσα ενώ το κεφάλι μου σφίχτηκε μόλις άκουσα το Γιώργο να λέει «Κρατάει το δίσκο του. Μια χαρά θα κάνει τη δουλειά του κι αυτός».
«Όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα» είπε με σιγανή, σκληρή φωνή. Η θανατερή ανάσα του με χτύπησε σα μπουνιά στην κοιλιά. Η υγρή και βρώμικη είσοδος ωχριούσε μπροστά στη δική του βρώμα. Άρχισα να σκέφτομαι εντατικά. Το κεφάλι μου έκαιγε. Ποιους έψαχναν; Γιατί; Κι αν τους βρουν; Είναι άντρες; Γυναίκες; Πόσοι χρειαζόμαστε για να σωθούμε από μερικές αδύναμες γυναίκες; Στη σκέψη γυναίκες, θυμήθηκα τα μάτια της. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τρελά κι ακανόνιστα. Τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω εγώ; Έσφιξα τον άδειο δίσκο στα χέρια μου. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα…, αλλά αυτή τη φορά η φράση δεν ολοκληρώθηκε στο μυαλό μου. Άρχισα ν’ ανεβαίνω τις σκάλες. Προς τα πού, δεν ξέρω. «Έτσι μπράβο παλληκάρι μου» άκουσα το Γιώργο πίσω μου να φωνάζει. « Πάμε», ούρλιαξε κι η ιαχή έγινε αντίλαλος στο παγωμένο κτίριο.
Ανέβηκαν κι οι άλλοι τρέχοντας τους ορόφους. Πίσω τους κι εγώ. Έτρεχα να προλάβω το κακό. Ίσως και να έσωζα κάτι από όλη αυτή την τρέλα. Δεν ήξερα πως αλλά ήξερα πως δεν έπρεπε να το καταλάβουν. Κάτι είχε μπει μέσα τους. Τι έφταιγε; Η άτιμη πίστη τους στο ελληνικό ιδεώδες; Ο φόβος για το ξένο και το άγνωστο; H άγνοιά τους; Δεν τους ήξερα. Έπρεπε να φυλαχτώ όσο γινόταν. Σε λίγο θα ήμουν κι εγώ ξένος γι αυτούς.
Ο Γιώργος αλυχτούσε σα λύκος. Έμεινα κοντά του.
Τον είδα να τεντώνει τ’ αυτιά του. Από κάπου ακουγόταν κλάμα. Πνιχτές φωνές. Ακαταλαβίστικες λέξεις και κομμένες ανάσες. Λόγια που έβγαιναν από τα βάθη του κτιρίου. Στο υπόγειο είναι η απάντηση. Τον κοίταξα. «Φοβάσαι μωρέ; Tι να φοβηθούμε από μια χούφτα γυναίκες;» ρωτούσε κι απαντούσε μόνος του. Πήρε ένα ξύλο ακόμη στο άλλο χέρι για να νιώσει πιο δυνατός φαίνεται. Οι φωνές ξεκαθάριζαν όσο πλησιάζαμε. Έτρεμα από φόβο κι αγωνία. Το στόμα μου στεγνό. Πως είχα μπλέξει έτσι; Δάγκωσα τόσο δυνατά το κάτω χείλος που γεύτηκα το αίμα μου. Γύρισα και τον κοίταξα. Είχε πλημμυρίσει άγρια χαρά. Έβλεπα τις φλέβες στα μηνίγγια του έτοιμες να σπάσουν. Τι μπορώ να κάνω; σκεφτόμουν απεγνωσμένα. Πατήσαμε τα τελευταία σκαλοπάτια. Τώρα πια τις βλέπαμε καθαρά. Τα κορμιά τους έφτιαχναν κύκλο από μαύρα και καφέ υφάσματα. Σκυμμένες όλες μπροστά μιλούσαν σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη. Δεν ήταν μόνο οι λέξεις άγνωστες. Ήταν και το συναίσθημα που ζωντάνευε μέσα απ’αυτές. Τον είδα να τρίζει τα δόντια του. «Αλλόθρησκες, άπιστες»! φώναξε και πήδηξε μεμιάς τα τελευταία σκαλοπάτια. «Μη!» ούρλιαξα πίσω του και σήκωσα το δίσκο για να τον χτυπήσω στην πλάτη. Οι γυναίκες γύρισαν ξαφνιασμένες τα πρόσωπά τους. Μας κοίταξαν και σήκωσαν τα χέρια ψηλά να καλύψουν το κεφάλι τους στη θέα των ξύλων που σφύριζαν στον αέρα. Έκλαιγαν, φώναζαν και μιλούσαν χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λένε. Είχα παγώσει στη θέση μου με τα χέρια ακόμη ψηλά να κρατούν το δίσκο. Μία ήταν που τόλμησε να τον κοιτάξει και του ζήτησε με τα μάτια να δει στο σημείο που κοιτούσε πριν και κείνη. Η πονεμένη κραυγή της γυναίκας που έκρυβαν τον πρόλαβε. Με τα πόδια της ανοιχτά, το πάνω μέρος του κορμού λυγισμένο μπροστά και το πρόσωπο πρησμένο από το κλάμα και τον πόνο, ούρλιαζε. Οι δύο που δεν είχαν γυρίσει, ταγμένες σαν σφίγγες μπροστά στην έγκυο, την πίεζαν να σπρώξει.
Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.
Τις κοιτούσαμε αποσβολωμένοι με το στόμα ανοιχτό χωρίς να κάνουμε βήμα. «Εδώ ήρθε να γεννήσει το μπάσταρδο της;» , γρύλισε κι έτριξε πάλι τα δόντια. Τα ουρλιαχτά της έγιναν αφόρητα. Τρυπούσαν τ’ αυτιά, θόλωναν το μυαλό. Στην απραξία μας οι γυναίκες που είχαν τα χέρια στο κεφάλι αναθάρρησαν και κοίταξαν τη λεχώνα. Χαμόγελα άνθισαν στα κατεβασμένα μαύρα τους χείλη. Το κεφάλι του μωρού είχε βγει από τη σκασμένη μήτρα. Τις κοιτούσα να βγάζουν το μελανιασμένο, υγρό σώμα και ένιωσα το τρέμουλο της ζωής να με διαπερνά. Δάκρυσα. Ο Γιώργος με κοίταξε με μίσος και σιχασιά μα δεν κούνησε ρούπι. Τα χέρια μου παρέλυσαν και δεν ήταν από το φόβο μου. Ήξερα πως είχα να περιμένω πολλά από κείνον μετά τα σημερινά μα δεν μ΄ ένοιαζε πια.
Άρχισαν να τραβούν το μωρό. Έγινε ένα παλλόμενο βέλος κι εμείς ο στόχος του. Ήταν η πρώτη φορά που δήλωνα «παρών» μέσα μου, που δήλωνα «παρών» στη ζωή.
Ήπια άλλη μια γουλιά απ΄τον καφέ μου. Κοίταξα τριγύρω. Κανείς. Πόσες ώρες είμαι εδώ; Πόσους αιώνες; Μπορεί και μια στιγμή. Πόσες στιγμές χωράνε σ΄ έναν αιώνα; Πόσες ζωές σ΄ ένα τηλεφώνημα; Πόσες, ρε φίλε;….
Ο ήλιος βγήκε για τα καλά. Κάποιος πάει να μπει. Σηκώθηκα, βγήκα έξω και κατέβασα τα ρολά. Όχι, ρε φίλε. Σήμερα δεν δουλεύει το μαγαζί . Κλείσαμε.
E.ΜΠ.
Σχολιάστε